Τον Δεκέμβριο 2002 η ΕΣΤΙΑ δημοσίευσε την παρέμβαση μου στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του επομένου έτους. Το ίδιο έκανε τον Δεκέμβριο του 2003 για τον εφετινό προϋπολογισμό.
Και τις δύο φορές έκανα τις ίδιες απαισιόδοξες διαπιστώσεις:
- Η παιδεία, διολισθαίνει συνεχώς προς χαμηλότερα επίπεδα.
- Η δημόσια διοίκηση βρίσκεται σε πλήρη διάλυση.
- Η οικονομία χάνει συνεχώς την ικανότητα της να ανταγωνιστεί.
Τις επαναλαμβάνω σήμερα για τρίτη φορά για να τονίσω ότι δεν πάει άλλο. Αν η επόμενη κυβέρνηση συνεχίσει την παρελκυστική τακτική της απερχόμενης, το 2005 και μετά, μερικά από τα προβλήματα θα γίνουν εκρηκτικά και η ελληνική κοινωνία, απροετοίμαστη όπως είναι, θα συγκρουστεί με το αδιέξοδο που, ο πολιτικός κόσμος όρθωσε μπροστά της.
Τις επόμενες ημέρες αναμένεται ότι τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Νέα Δημοκρατία θα παρουσιάσουν τα τελικά σχέδια τους για την οικονομία.
Οι Φιλελεύθεροι, τον Σεπτέμβριο του 2001, δύο μήνες πριν αναγκασθούν να αναστείλουν τη λειτουργία τους, ανακοίνωσαν τις δικές τους λεπτομερείς προτάσεις για την οικονομία που κάλυπταν ζητήματα όπως το Φορολογικό, το Ασφαλιστικό, την Απελευθέρωση των Αγορών, τις Ιδιωτικοποιήσεις, την Παιδεία (που συνδέεται άρρηκτα με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας) και πολλά άλλα.
Οι προτάσεις του 2001 εξακολουθούν να είναι απολύτως επίκαιρες διότ, δυστυχώς, από τότε τίποτε σχεδόν δεν άλλαξε. Άλλωστε, ούτε η κυβέρνηση ούτε η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να συμφωνούν με τις προτάσεις εκείνες ή πάντως δεν τολμούν να τις υιοθετήσουν και να τις εφαρμόσουν.
Πριν από λίγες ημέρες διάβασα ότι, σύμφωνα με τα τελευταία απολογιστικά στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα παρουσιάζει τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης σε ό,τι αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις που γίνονται στην Ελλάδα (Foreign Direct Investment).
- Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, το 2000 ήσαν ίσες με το 1,4% του ΑΕΠ, το 2001 με 0,9% και το 2002 με 0,3%.
- Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ιρλανδία το 2002 ήταν 11,3% και για την Πορτογαλία 3,2%. 11 φορές περισσότερες στην Πορτογαλία και 38 φορές περισσότερες στην Ιρλανδία.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι ένας εξαιρετικά χρήσιμος δείκτης της οικονομικής πραγματικότητας. Και τούτο διότι τα κεφάλαια – επειδή στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον κινούνται τελείως ελεύθερα – επιλέγουν να πάνε σε χώρες και δραστηριότητες που, συνολικά και διαχρονικά, τους εξασφαλίζουν τις καλύτερες αποδόσεις.
Θα επιθυμούσα λοιπό να δω στα κομματικά προγράμματα, που θα ανακοινωθούν, συγκεκριμένους στόχους για τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Να φθάσουν το 2,5% του ΑΕΠ το 2005 και να συνεχίσουν να αυξάνονται κατά 0,5% ετησίως μέχρις ότου φθάσουν τουλάχιστον το επίπεδο του 5%. Γιατί έχει τόση σημασία ο καθορισμός ενός τέτοιου αριθμητικού στόχου; διότι θα είναι η καλύτερη και απτή απόδειξη ότι ακολουθείται σωστή οικονομική πολιτική. Όπως και η μείωση των αμέσων ξένων επενδύσεων από το 2000 μέχρι το 2002 είναι η καλύτερη απόδειξη ότι ακολουθήθηκε λάθος πολιτική. Η επιλογή ενός τέτοιου προγραμματικού κριτηρίου επιτρέπει, σε όσους χειρίζονται την οικονομία, να επιδιώξουν την προσέγγιση του με διάφορους τρόπους. Ας τους πουν φιλολαϊκούς, λαϊκίστικους, σοσιαλιστικούς, συντηρητικούς, τριτοκοσμικούς, νεοφιλελεύθερους ό,τι θέλουν. Αρκεί να επιτύχουν τον στόχο. Παραλλήλως, ο απλά και σαφώς καθορισμένος στόχος, επιτρέπει και στους πολίτες να κρίνουν αν η κυβέρνηση κάνει καλά τη δουλειά της ή όχι.
Η επιλογή του τόπου μιας επένδυσης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Μερικοί πάντως είναι προφανείς. Αν, για παράδειγμα, μια Αμερικανική εταιρεία ήθελε να επενδύσει στην Ευρώπη γιατί θα επέλεγε την Ελλάδα αντί της Ιρλανδίας;
Στην Ιρλανδία θα έβρισκε αγγλόφωνο και καλά καταρτισμένο προσωπικό. Στην Ελλάδα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γι αυτό, τα Αγγλικά στην Ελλάδα πρέπει να διδάσκονται από ενωρίς στο Δημοτικό, όχι ως ξένη γλώσσα, αλλά ως δεύτερη γλώσσα. Αν δεν υπάρχει επαρκές και κατάλληλο διδακτικό προσωπικό, να εισαχθεί.
Στην Ιρλανδία από τα κέρδη της θα αφαιρούσε 12,5% φόρο. Στην Ελλάδα θα αφαιρούσε 35% για φόρο, 10% για το πρόσθετο κόστος που προκαλεί νομίμως (αλλά ανοήτως) η ελληνική πολυνομία και γραφειοκρατία και ένα πρόσθετο 10-20% για τα ποικίλα φακελάκια. Είναι συνεπώς ανάγκη να μειωθεί δραστικά η φορολογία των επιχειρήσεων. Αλλά και να μηδενιστεί δεν θα είναι αρκετό αν δεν αντιμετωπισθεί η πολυνομία και η διαφθορά. Πάντως σε πρώτη, άμεση φάση, η φορολογία των επιχειρήσεων πρέπει να μειωθεί σε επίπεδο που δεν υπερβαίνει το 20%. Έτσι μόνο στην Ιρλανδία και την Κύπρο θα είναι χαμηλότερη. Πέρα από τη μείωση των συντελεστών πρέπει να γίνουν και δεκάδες άλλες γενικές και λεπτομερειακές φορολογικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα η πολυετής φορολογική ομηρία, η κατάργηση της προείσπραξης φόρου για τις νέες εταιρίες μέχρι την παρέλευση τριετίας, τουλάχιστον, από την ίδρυση τους (θέλομε νέες επιχειρήσεις και προσπαθούμε να τις εξοντώσουμε την στιγμή που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης), ή οι αφόρητοι υπέρ τρίτων φόροι, η επιλογή των οποίων μπορεί να προσαρμοσθεί στις προτιμήσεις της όποιας κυβέρνησης αρκεί το τελικό αποτέλεσμα να είναι η επίτευξη του αριθμητικού στόχου των αμέσων ξένων επενδύσεων.
Η γενική μείωση των φόρων που θα αυξήσει την έλξη που ασκεί η Ελλάδα στις ξένες επενδύσεις, για να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη, πρέπει να συνοδευτεί με δραστική περικοπή των κρατικών δαπανών. Θα έθετα ως αριθμητικό στόχο τη μείωση κατά 2% του ΑΕΠ των πρωτογενών κρατικών δαπανών το 2005 σε σχέση με τις πρωτογενείς δαπάνες του 2003. Η αλήθεια – που δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω – είναι ότι η μείωση των δαπανών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς σύγκρουση. Η μείωση των κρατικών δαπανών συνεπάγεται περιορισμό των κρατικών δραστηριοτήτων και συνεπώς περιορισμό του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων (που το Σύνταγμα επιτρέπει αν και όταν καταργούνται δραστηριότητες). Άλλη μέθοδος πραγματικής περικοπής των κρατικών δαπανών δεν υπάρχει.
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ λεπτομερώς στις προτάσεις των Φιλελευθέρων τις οποίες μπορεί να συμβουλευτεί κάθε ενδιαφερόμενος στην ιστοσελίδα των Φιλελευθέρων http://www.bulls.gr/historic.php. Δεν έχουν άλλωστε για την ώρα – δυστυχώς – οι Φιλελεύθεροι τη δυνατότητα να τις εφαρμόσουν. Περιορίστηκα σε δύο παραμέτρους, σε δύο όψεις του ίδιου προβλήματος. Ο περιορισμός της φορολογίας που θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικότερο προορισμό επενδύσεων (και συνεπώς νέων ευκαιριών απασχόλησης) συνδέεται άμεσα με τον περιορισμό της κρατικής δαπάνης. Ο περιορισμός αυτός, όμως, για να πραγματοποιηθεί, προϋποθέτει τη μείωση της απασχόλησης στο Δημόσιο τομέα. Αυτό είναι το δίλημμα που παραλύει το πολιτικό μας σύστημα. Μολονότι είναι βέβαιο ότι για κάθε θέση εργασίας που εξοικονομείται στο Δημόσιο τομέα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για 2-3 θέσεις παραγωγικής εργασίας στον Ιδιωτικό, το πολιτικό μας σύστημα δεν έχει το κουράγιο να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική.
Θέλω να είμαι σαφής· δεν πιστεύω ότι μπορούν να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες ούτε να λυθούν τα προβλήματα στην παιδεία, στη δημόσια διοίκηση, στα ΜΜΕ, στο ασφαλιστικό, στον συνδικαλισμό, στην ανταγωνιστικότητα και σε πολλά άλλα, μικρά και μεγάλα, αν πρώτα, δεν ειπωθεί η αλήθεια στον λαό και στη συνέχεια ζητηθεί η θετική του ψήφος. Αν δεν γίνει κατανοητό, από αυτούς που θα συμμετάσχουν στις εκλογές, ότι οι λύσεις απαιτούν σύγκρουση με οργανωμένες μειοψηφίες και κατεστημένα συμφέροντα.
Όσο οι αλήθειες αυτές δεν γίνονται κατανοητές και όσο η πολιτική ζωή ευτελίζεται από συνεχείς συμβιβασμούς, μου είναι δύσκολο να είμαι αισιόδοξος.
Για να ξεφύγει η Ελλάδα από τη τελευταία θέση της Ευρώπης θα πρέπει, τόσο η ηγεσία της, όσο και η κοινωνία της να ανεχθούν και να καλωσορίσουν, τομές, ρήξεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις της στασιμότητας και της συντήρησης.
Έχω δείξει με τις πράξεις μου την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης. Όταν δημιουργηθούν εκ νέου οι προϋποθέσεις εφαρμογής αποτελεσματικής πολιτικής θα συμμετάσχω με όλες μου τις δυνάμεις.