- Παλαιότερα, έχετε δηλώσει ότι η λύση του Κυπριακού περνάει από τη διχοτόμηση. Υπό το πρίσμα των εξελίξεων, στο δημοψήφισμα για την αποδοχή ή όχι της πέμπτης εκδοχής του σχεδίου Ανάν, θα επιθυμούσατε να κυριαρχήσει το «ναι» ή το «όχι»; Και γιατί;
Η Ελλάδα, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, επιδιώκει τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών για την αναζήτηση λύσης του Κυπριακού στη βάση μιας διζωνικής, δικοινοτικής, ενιαίας και αδιαίρετης Κύπρου. Το σχέδιο Ανάν είναι το αποτέλεσμα των Ελληνικών επιδιώξεων. Δεν πιστεύω ότι κάποιος άλλος, με την ίδια εντολή, θα είχε ετοιμάσει ένα πολύ διαφορετικό/καλύτερο σχέδιο. Κατά τη γνώμη μου δεν φταίει το σχέδιο, αλλά η εντολή. Αν, αντιθέτως, είχε δοθεί η εντολή στον Ανάν να ετοιμάσει ένα σχέδιο για δύο ανεξάρτητα και κυρίαρχα κυπριακά κράτη (δηλαδή για διχοτόμηση σε δύο κράτη) είμαι βέβαιος ότι τώρα θα ήσαν και οι δύο πλευρές ενθουσιασμένες και ανακουφισμένες.
Εκείνο που αξίζει να επισημανθεί ως σύμπτωμα ανευθυνότητας της Ελληνικής κοινωνίας και της ηγεσίας της είναι το γεγονός ότι εδώ και τριάντα χρόνια όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις, σύσσωμη η πνευματική ηγεσία, όλα τα μέσα ενημέρωσης, ποτέ δεν απετόλμησαν να θέσουν το ερώτημα: Γιατί το ενιαίο και αδιαίρετο κυπριακό κράτος είναι καλύτερο από τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη;
Ευκαιρίες δόθηκαν. Το 1989 ο σημερινός Υφυπουργός Εξωτερικών καθηγητής κ. Βαληνάκης έθεσε, με πολύ θάρρος –για την εποχή- το ερώτημα: γιατί όχι δύο κράτη; Το ερώτημα ετέθη ξανά το 1995 από 4 από τους πιο διακεκριμένους Έλληνες διπλωμάτες –Β. Θεωδορόπουλος, Ε. Λαγάκος, Γ. Παπούλιας, Ι. Τζούνης. Το 2002 το έθεσα εγώ. Κανείς δεν θεώρησε ότι η άποψη άξιζε έστω να συζητηθεί. Και έτσι φθάσαμε στο, για πολλούς απαράδεκτο, σχέδιο Ανάν που όμως είναι το νομοτελειακό αποτέλεσμα της δικής μας Ελληνικής επιλογής (όπως είχαν δημοσίως προβλέψει οι Βαληνάκης και διπλωμάτες χωρίς να συγκινήσουν κανένα αρμόδιο).
Το 2002 ζήτησα να τεθεί το ερώτημα στους Κυπρίους με δημοψήφισμα. Αν οι Κύπριοι ήθελαν ένα ενιαίο κράτος, τότε θα συνεχίζαμε με τα σχέδια Ανάν. Αν ήθελαν δύο κράτη θα ζητούσαμε από τον κ. Ανάν να ετοιμάσει ένα σχέδιο για δύο κράτη. Επειδή και πάλι δεν ενδιαφέρθηκε κανείς, ζήτησα από τη γνωστή εταιρεία δημοσκοπήσεων ΑΛΚΟ να θέσει το ερώτημα σε μέτρηση της κοινής γνώμης στην Κύπρο (22-26 Νοεμβρίου 2002). Στο ερώτημα Ανάν ή δύο ανεξάρτητα κράτη, οι Κύπριοι απάντησαν, κατά 17% Ανάν και κατά 52% δύο ανεξάρτητα κράτη. Ήταν τόση η αγωνία της Ελληνικής κυβέρνησης να εμφανιστεί η κυπριακή κοινή γνώμη σύμφωνη με το σχέδιο ώστε τα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια απέκρυψαν τα ευρήματα της δημοσκόπησης. Δεν απέκρυψαν μόνο τα ευρήματα, αλλά και πάλι το πολιτικό σύστημα δεν προβληματίστηκε. Ίσως πίστευε τότε ότι το σχέδιο δεν θα περάσει από δημοψήφισμα.
- Υπό ποίες προϋποθέσεις πιστεύετε ότι μπορούν να δεχθούν «τα αδέλφια μας» οι Ελληνοκύπριοι τη συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους;
Δύο γειτονικά κράτη, κάθε ένα από τα οποία ασκεί πλήρη κυριαρχία στα πλαίσια της Ε.Ε., είναι η ασφαλέστερη προϋπόθεση για ειρηνική και παραγωγική συμβίωση.
- Νομίζετε ότι ενδεχόμενη οριστικοποίηση της διχοτόμησης θα λύσει ή θα δημιουργήσει προβλήματα; Φοβάστε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Αν η οριστικοποίηση της διχοτόμησης περιλάβει τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν για τα εδάφη και τις περιουσίες και η Βόρεια Κύπρος ενταχθεί στην Ε.Ε. ως ανεξάρτητο κράτος, πιστεύω ότι θα έχουν δημιουργηθεί οι προοπτικές για μακρόχρονη και σε βάθος βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Μετά το “όχι” του Προέδρου κ. Παπαδόπουλου και το πιθανολογούμενο “όχι” των Ελληνοκυπρίων, είναι εξαιρετικά σημαντικό να προβληματιστούμε όλοι τι θα είναι τα επόμενα βήματα μας, δεδομένου ότι είμαι βέβαιος ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν έχουν ασχοληθεί καν με το ενδεχόμενο αυτό. Το συμβούλιο των αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που συγκλήθηκε με ανομολόγητο στόχο τη διάχυση της κυβερνητικής ευθύνης, είναι μια ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση για το πως θα πορευτούμε μετά το πιθανολογούμενο “όχι” του Κυπριακού λαού. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να επιδιώξουμε μια λελογισμένη διχοτόμηση στη βάση των προτάσεων – εδαφικό και περιουσίες Ανάν – με ταυτόχρονη ανάληψη της δέσμευσης να βοηθήσουμε τη Βόρεια Κύπρο να ενταχθεί στην Ε.Ε. Έτσι το “όχι” θα αποτελέσει τη βάση μιας πραγματικά βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού.