
Ελεγαν ότι «με τους ανθρώπους που είχε στο ΠΑΣΟΚ, τόσα μπορούσε να
κάνει». Ήταν όμως έτσι;
ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΙ. Ο Κώστας Σημίτης ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος. Ο ξαφνικός θάνατός του είναι μια υπόμνηση ότι πρέπει να τακτοποιήσω τα πράγματά μου. Όσο προλαβαίνω. Κυρίως τις αναμνήσεις μου που είναι αποθηκευμένες στο κεφάλι μου.
Με τον Σημίτη είχαμε ελάχιστες επαφές· κοινοβουλευτικές ή κοινωνικές. Σπάνια, πριν αναλάβει πρωθυπουργός, συμμετείχαμε σε διαλόγους. Ηταν πάντοτε ευγενής, ευπρεπής. Ως συμπεριφορά, ως εκφορά λόγου δεν ήταν ΠΑΣΟΚ, ήταν ένας πολιτισμένος αστός. Διαφωνούσαμε όμως. Σχεδόν ολοκληρωτικά. Υποστήριζα την ελευθερία του ατόμου, εκείνος τη ρυθμιστική υποχρέωση του κράτους.
Ευχαριστήθηκα όταν επικράτησε στο ΠΑΣΟΚ και διαδέχθηκε τον Α. Παπανδρέου ως πρωθυπουργός. Θεώρησα ότι κέρδισε ο ορθολογισμός και έχασε η μπαρουφολογία των αντιπάλων του. Μου φάνηκε ότι ήταν νίκη της Ελλάδας.
Σύντομα ήρθε η πρώτη απογοήτευση. Αποσύρθηκαν οι αξιοσημείωτες και ειλικρινείς μελέτες –που ο Σημίτης είχε παραγγείλει– των Γιάννη Σπράου και Πλάτωνα Τήνιου για το Ασφαλιστικό, λόγω κομματικών αντιδράσεων. Ηταν η πρώτη μεγάλη ήττα του ορθολογισμού Σημίτη από τον κομματικό λαϊκισμό.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους τη δεκαετία που προηγήθηκε της μετέπειτα κρίσης οφείλεται κυρίως στο μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Στην εξωτερική πολιτική, η περίοδος Σημίτη ήταν μια επίδειξη καθαρού λόγου. Είχαν προηγηθεί τα καραγκιοζιλίκια με τις Βάσεις που φεύγουν ενώ μένουν, οι Αδέσμευτοι και άλλα παρόμοια. Να θυμίσω τη φράση Σημίτη μετά τα Ίμια, «Θέλω να ευχαριστήσω την κυβέρνηση των ΗΠΑ για την πρωτοβουλία και τη βοήθειά τους», που ενόχλησε τους πάντες, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (όλους τους φαντασιόπληκτους αριστεροδεξιούς πατριώτες).
Οχι όμως εμένα. Ξεκαθάρισε έτσι ο Σημίτης πώς θα πορευτεί. Η Ελλάδα είναι με τους Αμερικανούς, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Χάρη στον Σημίτη και τον τρόπο του επιτεύχθηκε η είσοδος της Κύπρου στην Ε.Ε. και της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τη ζώνη του ευρώ.
Τον Δεκέμβριο του 1999, ο Σημίτης στο Ελσίνκι επέτυχε να βάλει για πρώτη φορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό κάτω από την ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δυστυχώς, η κυβέρνηση Καραμανλή που διαδέχτηκε την κυβέρνηση Σημίτη απεμπόλησε τα δικαιώματα που έδινε στην Ελλάδα το Ελσίνκι.
Ο Σημίτης έδωσε μια μεγάλη μάχη με την Εκκλησία για το ανόητο ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Υποστήριξα σθεναρά την άποψη Σημίτη. Τελικά η λύση δόθηκε από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Στις ταυτότητες δεν αναγράφεται πια το θρήσκευμα.
Εγραψαν πολλοί για τα μεγάλα έργα Σημίτη: Αττική Οδός, Μετρό, Αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Η αλήθεια είναι ότι και τα τέσσερα εγκαινιάστηκαν από τον Σημίτη, που τα παρέλαβε σε διαφορετικές φάσεις υλοποίησης από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και τα ολοκλήρωσε.
Οι θαυμάσιοι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας Σημίτη, χάρη στην εξαιρετικά επιτυχημένη επιλογή της Γιάννας Αγγελοπούλου ως προέδρου της Οργανωτικής Επιτροπής.
Οπως θα διαπιστώσατε από το σύντομο αυτό σημείωμα, παρά τις πολλές και σοβαρές διαφωνίες μου με τον Σημίτη (ιδίως σε θέματα οικονομικής πολιτικής και οργάνωσης του κράτους), συμφωνούσα με πολλές πτυχές της πολιτικής του. Στην κριτική μου για την οικονομική πολιτική Σημίτη που καθήλωσε την Ελλάδα στα τελευταία σκαλιά των ευρωπαϊκών επιδόσεων, μου αντιτείνουν: «Με τους ανθρώπους που είχε στο ΠΑΣΟΚ, τόσα μπορούσε να κάνει!». Δεν συμφωνώ. Με τους ίδιους ανθρώπους μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα και πιο σωστά. Θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιήσει και μερικούς ανθρώπους εκτός ΠΑΣΟΚ, όπως έκανε με τη Γιάννα Αγγελοπούλου.
Υπήρξα, βέβαια, πολύ κοντά στα γεγονότα για να είμαι αντικειμενικός κριτής. Θα το κάνουν αργότερα νεότεροι. Συνολικά νομίζω ότι υπήρξε υπόδειγμα πρωθυπουργού για την Ελλάδα. Στη διάρκεια της θητείας του αισθανόμουν περισσότερο απ’ ό,τι στα επόμενα χρόνια πολίτης αυτής της χώρας. Οχι οπαδός χειροκροτητής. Ορθώς, λοιπόν, επέλεξε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να τον τιμήσει με κηδεία πρωθυπουργού εν ενεργεία και με τετραήμερο εθνικό πένθος.•
*Ο κ. Στέφανος Μάνος είναι πρώην υπουργός.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή” 13.01.2025