Skip to content

Ομιλία του

Στέφανου Μάνου

στο Ξενοδοχείο Athenaeum Intecontinental

την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 1983

σε εκδήλωση του Κ.Π.Ε.Ε.

 

Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστώ που μου κάνατε την τιμή να εγκαινιάσετε με μένα τη σειρά των συνεστιάσεων. Είναι αλήθεια ότι το Κ.Π.Ε.Ε., με τις εκδηλώσεις που διοργανώνει, το περιοδικό ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ που εκδίδει και την αρθρογραφία του επιστημονικού του επιτελείου έχει συμβάλλει, όσο λίγοι άλλοι στη χώρα μας, στην αναζωπύρωση του προβληματισμού γύρω από τις έννοιες της ελευθερίας και της φιλελεύθερης οργανώσεως της κοινωνίας. Στη σημερινή μάλιστα σοσιαλιστική διακυβέρνηση της Ελλάδος, με την συνακόλουθη έμφαση στην ισοπέδωση και εξομοίωση και την κολλεκτιβίστικη οργάνωση της κοινωνίας, οι προσπάθειες σας πρέπει να τύχουν της μεγαλύτερης δυνατής υποστηρίξεως από όλους εκείνους που στο σύστημα αξιών τους προτάσσουν τον άνθρωπο και την ελευθερία του.

Με τιμά ιδιαίτερα το γεγονός ότι ήλθαν σήμερα να με ακούσουν παρά πολλοί από εκείνους που με τη δράση τους, τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια, στην πολιτική, επιστημονική και επαγγελματική ζωή του τόπου διαμόρφωσαν την σημερινή Ελλάδα. Πολλοί από τους πρωτεργάτες των μεγάλων αλλαγών που συντελέστηκαν είναι σήμερα εδώ. Τους χαιρετίζω και τους ευχαριστώ.

Θέμα της ομιλίας μου είναι η ανάγκη μιας άλλης αλλαγής. Οταν κάτι δεν πάει καλά ο κόσμος ζητάει αλλαγή. Αλλαγή για να διορθωθεί αυτό που χωλαίνει. Ο κατάλογος των τομέων εκείνων που χωλαίνουν στην Ελλάδα είναι οπωσδήποτε μακρύς και γίνεται καθημερινά μακρύτερος. Η οικονομία, η δημόσια διοίκηση, το περιβάλλον, ο τύπος, η υγεία, η παιδεία, η τηλεόραση, ο ΟΤΕ και πάρα πολλά άλλα. Αυτή δυστυχώς είναι η πικρή αλήθεια. Ενώ είναι εύκολο να διαφωνήσουμε ως προς τα αίτια, είναι δύσκολο να διαφωνήσουμε ως προς την διαπίστωση ότι κάτι δεν πάει καλά. Οτι υπάρχει πρόβλημα. Εχει λοιπόν δίκιο ο πολίτης να ζητάει αλλαγή και άδικο όσοι προσπαθούν να εξευτελίσουν την έννοια, έστω και στ’ αστεία. Διότι, μη γελιέστε, είναι ανάγκη η αλλαγή. Αλλά τι είδους αλλαγή και πως θα γίνει;

Θα μου επιτρέψετε μια γρήγορη παρένθεση. Μερικοί φίλοι μου διαβάζοντας τον τίτλο της ομιλίας μου, παρατήρησαν ότι είναι λάθος η χρησιμοποίηση της λέξεως “αλλαγή”, που πως να το κάνουμε, είναι σύνθημα του ΠΑΣΟΚ. Δεν συμφωνώ μαζί τους. Δεν είναι δυνατόν λέξεις κλειδιά της πολιτικής ζωής να αφήνονται να ανήκουν σε ένα κόμμα. Η δημοκρατία, η πρόοδος, η αλλαγή είναι έννοιες που ανήκουν σε εκείνους που το περιεχόμενο τους το κάνουν πράξη. Και όπως η δημοκρατία εδραιώθηκε χάρις στη Νέα Δημοκρατία και όχι το ΠΑΣΟΚ και τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, έτσι για να γίνει πραγματικά αλλαγή χρειάζεται μια νέα αλλαγή.

Τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα διακρίνονται σε συντηρητικά, σοσιαλιστικά και φιλελεύθερα. Η συντηρητική ιδεολογική επιλογή υποστηρίζει το status quo. Από τη φύση της η συντηρητική επιλογή είναι νοητή όταν τα πράγματα πάνε καλά. Οταν αλλαγή είτε δεν χρειάζεται είτε περιορίζεται σε λίγους τομείς. Έτσι κατανοώ απόλυτα την ύπαρξη και άνθηση του συντηρητικού κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία του τέλους του 19ου αιώνα. Στο απόγειο της αυτοκρατορίας, όταν το Λονδίνο ήταν το κέντρο της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής ζωής, ήταν φυσικό να κυριαρχεί στη σκέψη όλων η συντήρηση. Συντηρητικά είναι ακόμη και τα μη δημοκρατικά καθεστώτα, αφού ξεπεράσουν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της επιβολής τους. Υπάρχει καθεστώς πιο συντηρητικό από το Σοβιετικό; Τρέμουν κάθε αλλαγή ακόμη και την σκέψη της αλλαγής.

Αλλαγή και συντήρηση δεν συμβαδίζουν. Για την αλλαγή χρειάζονται ριζοσπαστικές λύσεις. Ριζοσπαστικές λύσεις προσφέρει και η σοσιαλιστική και η φιλελεύθερη επιλογή. Με τη διαφορά ότι η σοσιαλιστική αναθέτει σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο κράτος την πραγματοποίηση των αλλαγών, ενώ η φιλελεύθερη, αντίθετα, βασίζεται όλο και περισσότερο στον άνθρωπο και περιορίζει το κράτος.

Σε κάθε ευκαιρία έχω υποστηρίξει ότι μόνον μιά σύγχρονη φιλελεύθερη αντίληψη μπορεί να προσφέρει ευεργετικές λύσεις στα προβλήματα μας. Διότι, όπως είπα παραπάνω, το φιλελεύθερο σύστημα βασίζεται κύρια στον άνθρωπο και την ελευθερία του ενώ το σοσιαλιστικό βασίζεται σε ένα επεκτατικό κράτος και στις δομές και τις σχέσεις που αυτό επιβάλλει. Όλα τα συστήματα έχουν ένα όραμα. Το φιλελεύθερο όραμα είναι η ατομική ελευθερία, η ευημερία του ελεύθερου ανθρώπου. Το σοσιαλιστικό όραμα είναι η εξίσωση των ανθρώπων, έστω κι αν το τίμημα είναι η ελευθερία τους.

Όσο το ενδιαφέρον στρέφεται προς το κράτος και απομακρύνεται από τον άνθρωπο, τόσο περιορίζεται η ατομική ελευθερία και μεγαλώνει η εξομοίωση όλων, προς τα κάτω, με εξαίρεση της νομενκλατούρας που συγκεντρώνει στα χέρια της την πολιτική και την οικονομική εξουσία και δήθεν εκφράζει τα συμφέροντα του λαού. Όλα τα υπαρκτά πολιτικά συστήματα βρίσκονται κάπου μεταξύ των δύο άκρων που προσδιορίζονται από τα αντίστοιχα οράματα τους. Ένας τρόπος για να μετρήσει κανείς που βρίσκεται, για να καταλάβει σε ποιο σύστημα είναι η πατρίδα του, είναι να απαντήσει στο ερώτημα: πόσο ποσοστό του Εθνικού Προϊόντος ελέγχεται άμεσα από τον δημόσιο τομέα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το ποσοστό αυτό είναι 30%. Και πρέπει να σας θυμίσω ότι ο πρόεδρος Ρέιγκαν κέρδισε τις εκλογές με το σύνθημα “λιγότερο κράτος”. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι ακριβώς διπλάσιο. Στη γειτονική Γιουγκοσλαβία είναι περίπου 80%. Οπως βλέπετε, σε ό,τι αφορά τις ελευθερίες μας, είμαστε κοντά στην κατάσταση που επικρατεί σε μια κομμουνιστική χώρα και θα πλησιάσουμε ακόμα περισσότερο με τα μέτρα που παίρνει η σημερινή κυβέρνηση.

Στην περίπτωση του “λίγου κράτους” η οργάνωση της κοινωνίας βασίζεται περισσότερο στις ελεύθερες συναλλαγές των ατόμων που την αποτελούν, ενώ στην περίπτωση του “περισσότερου κράτους” βασίζεται στην επιβολή της κεντρικής εξουσίας που αυτή συντονίζει και συχνά προσδιορίζει τις δραστηριότητες πολλών. Το πρώτο είναι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, το δεύτερο το σύστημα του ολοκληρωτικού κράτους.

Η λειτουργία της αγοράς βασίζεται σε μια φαινομενικά απλοϊκή διαπίστωση του Adam Smith: εάν δύο άτομα συναλάσσονται με την απόλυτα ελεύθερη βούληση τους, το κάνουν διότι και τα δύο αναμένουν ότι θα ικανοποιηθούν και θα ωφεληθούν. Εάν δεν είχαν αυτή την ελπίδα δεν θα πραγματοποιούταν η συναλλαγή. Αντίθετα, όταν οι υπηρεσίες ή τα αγαθά προσφέρονται από το κράτος δεν είναι ποτέ δυνατόν να ικανοποιηθούν όλοι. Το κράτος προσπαθεί να ικανοποιήσει την πλειοψηφία. Σχεδόν πάντοτε όμως καταλήγει να ικανοποιεί οργανωμένες μειοψηφίες που χαρακτηρίζει ως πλειοψηφίες. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ακόμη δηλαδή και όταν ικανοποιεί την πλειοψηφία, αφήνει μια μερίδα πολιτών δυσαρεστημένη. Έτσι οι τελευταίοι πληρώνουν υποχρεωτικά τους φόρους τους για να ικανοποιηθούν άλλοι. Ενώ με το σύστημα της αγοράς, όλοι οι ελεύθεροι συναλλασσόμενοι μπορούν να ωφεληθούν, στο σοσιαλιστικό σύστημα το κέρδος του ενός είναι συχνά η ζημιά του άλλου. Από αυτό το γεγονός αρχίζει η μείωση της οικονομικής προόδου στα σοσιαλιστικά καθεστώτα.

Κοιτάξτε ακόμη το χαρακτήρα του ανθρώπου και ιδιαίτερα το δικό μας, τον Ελληνικό χαρακτήρα. Τι είναι το πιο χαρακτηριστικό μας στοιχείο, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα; Ο ατομικισμός μας. Όλα γυρνούν γύρω από τον εαυτό μας, γύρω από πρόσωπα, γύρω από ένα στενό κύκλο γνωστών μας. Όλα τα θέματα τα αντιμετωπίζουμε υποκειμενικά. Έτσι είμαστε και το ξέρετε. Παράλληλα όμως με τον ατομικισμό μας συνυπάρχει και η “ανθρωπιά” του Έλληνα. Παράλληλα δηλαδή με “υπάρχω μόνο για τον εαυτό μου” ισχύει και το “υπάρχω σε σχέση με τον συνάνθρωπο μου”. Ο σοσιαλισμός όμως θέλει ανθρώπους που βάζουν το κράτος μπροστά από τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Έχει ανάγκη από μαζανθρώπους. Θυμηθείτε τις συνεχείς αναφορές του ΠΑΣΟΚ στη μαζικότητα του κινήματος του, και πόσο ξένη είναι η σύλληψη αυτή με τον Ελληνικό χαρακτήρα και την Ελληνική παράδοση. Έχει ακόμη ανάγκη από ένα κράτος ιδιαίτερα οργανωμένο, ικανό να επιδιώξει απρόσωπους και αντικειμενικούς στόχους. Αντίθετα, στο φιλελεύθερο σύστημα, που είναι ανθρωποκεντρικό, ο ανθρώπινος χαρακτήρας όχι μόνο δεν είναι μειονέκτημα, αλλά είναι η κινητήρια δύναμη του συστήματος. Και, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία στην Ελλάδα, επειδή στο φιλελεύθερο σύστημα το κράτος δεν καλείται να παίξει τόσο σημαντικό ρόλο, είναι πιο εύκολο να γίνει ανεκτή η μοιραία χωλαίνουσα οργάνωση του.

Και αν δεν υπήρχε άλλο επιχείρημα υπέρ του φιλελεύθερου συστήματος, θα έφθανε το γεγονός ότι ταιριάζει στη φύση του ανθρώπου και ιδιαίτερα του Έλληνα, για να το υιοθετήσουμε. Φανταστείτε πόσο πιο εύκολο θα ήταν να επιτύχουμε ό,τι επιδιώκουμε, αν δεχόμασταν και αξιοποιούσαμε τον ελληνικό χαρακτήρα, το ελληνικό δαιμόνιο, όπως είναι και έμεινε εδώ και 3.000 χρόνια, αντί να προσπαθούμε να το προσαρμόσουμε στο πρότυπο που επιβάλλει το ξένο σοσιαλιστικό δόγμα.

Αλλά και για άλλους λόγους υποστηρίζω ένα σύγχρονο, τολμηρό φιλελευθερισμό.

Στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς οφείλουμε την τεράστια οικονομική πρόοδο του δυτικού κόσμου, τον πλούτο και τη γενική ευημερία. Είναι τόση η επιτυχία του συστήματος που ακόμη και οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού σπάνια υποστηρίζουν τον σοσιαλισμό για τα πρακτικά επιτεύγματα του. Στηρίζουν τις πεποιθήσεις τους σε ένα όραμα. Πιστεύουμε, λένε, στην ισότητα, ή στο δημοκρατικό σοσιαλισμό. Αυτά γι’ αυτούς είναι ηθικά προστάγματα, αδιάφορο αν στην πράξη αποδεικνύονται αναποτελεσματικά. Όσο και αν φαίνεται περίεργο η ίδια η επιτυχία του φιλελεύθερου συστήματος έχει προκαλέσει ερωτηματικά σε πολλούς καλοπροαίρετους ανθρώπους. Διότι αφού χάρις σ’αυτό εξαλείφθηκαν τα πιο πολλά δεινά που μάστιζαν τον κόσμο, τα λίγα που του απέμειναν φάνηκαν πιο ανάγλυφα. Ο λαός εύκολα θεωρεί τις επιτεύξεις σαν δεδομένες, λησμονεί τις αρχές που επέτρεψαν την πραγματοποίηση τους, και συγκεντρώνει την προσοχή του σε ό,τι αρνητικό εναπομένει. Από εκεί προήλθε και η επέκταση της κρατικής εξουσίας. Διότι εύκολα παρασύρεται κανείς από την ιδέα ότι ένας δυνατός κρατικός τομέας μπορεί να διαμορφώσει πολλά από τα κακώς κείμενα, ιδίως μάλιστα εάν η κυβέρνηση βρίσκεται στα κατάλληλα χέρια. Λησμονεί όμως τον κίνδυνο που περιέχεται για την ελευθερία του από ένα παντοδύναμο κράτος που σιγά μονοπωλεί όλη την οικονομική και πολιτική εξουσία. Και λησμονεί ακόμη, ότι με το κράτος οικονομικό διαχειριστή, κινδυνεύουν να χαθούν και τα υλικά επιτεύγματα της ελεύθερης οικονομίας. Και η Νέα Δημοκρατία, στη δύσκολη περίοδο μετά τη δικτατορία, παρασύρθηκε κι’ αυτή. Άφησε το κράτος να επεκταθεί σε πολλούς τομείς, έτσι που σήμερα, με κυβέρνηση σε αριστερά χέρια, διαπιστώνουμε τους κινδύνους. Και αρχίζουμε τώρα να ανησυχούμε για μερικές από τις ατομικές μας ελευθερίες, καθώς όλο και πιο πολλές αποφάσεις, που μας αφορούν, παίρνονται για λογαριασμό μας από άλλους. Παρασύρθηκε βέβαια η Νέα Δημοκρατία διότι, μετά την οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας, θεώρησε ότι έπρεπε να κυβερνήσει, όχι βάσει της αρχής της πλειοψηφίας την οποία εκπροσωπούσε, αλλά με βάση την όσο το δυνατόν ευρύτερη λαϊκή συναίνεση. Γι’ αυτό το λόγο, η  Νέα Δημοκρατία, ένα κόμμα στο οποίο συνυπάρχουν και φιλελεύθερα και συντηρητικότερα στοιχεία ακολούθησε εν ονόματι της συναινέσεως κάποιο είδος σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Δηλαδή μια πολιτική ούτε συντηρητική ούτε ιδιαίτερα φιλελεύθερη. Δύο χρόνια κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ με τις ακρότητες των αριστερών του στοιχείων και. Τον αθεράπευτα δημαγωγικό αρνητισμό του, σκότωσαν την συναίνεση που θα μπορούσε να διαμορφωθεί για σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Πάντως, είναι φανερό, ότι δεν υπάρχει πια ευρεία λαϊκή συναίνεση για τέτοια πολιτική. Οι ερχόμενες εκλογές θα οδηγήσουν ασφαλώς σε νέες ισορροπίες. Στο χέρι του ελληνικού λαού είναι να διαμορφωθεί η ισορροπία στη φιλελεύθερη πλευρά.

Με το θάνατο της μεταδικτατορικής συναινέσεως, που προκλήθηκε από το συχνά χυδαίο και εκδικητικό τρόπο ασκήσεως της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, με το πέρασμα από την εξουσία και του κ. Παπανδρέου, και με την εξάντληση της γενιάς εκείνης των πολιτικών που ανδρώθηκαν πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο και έζησαν όλες τις τραγικές εμπειρίες που ακολούθησαν είμαστε πια, επιτέλους, έτοιμοι να γυρίσουμε τη σελίδα και να αρχίσουμε ένα καινούριο κεφάλαιο. Καινούριο κεφάλαιο, με νέους ανθρώπους, απαλλαγμένους από φανατισμούς διχασμού και μίσους, με νέες ιδέες και νέα νοοτροπία.

Νέες ιδέες και νέα νοοτροπία! Δηλαδή τι; Διακηρύσσουμε ότι ακολουθούμε και υπηρετούμε μια ιδέα. Ότι η αλλαγή που χρειάζεται η πατρίδα μας θα γίνει με βάση το φιλελευθερισμό. Το φιλελευθερισμό που προσφέρει μια πιο υπεύθυνη κοινωνία, στην οποία ο άνθρωπος μετράει περισσότερο. Γίνεται αμέσως ξεκάθαρο ότι δεν ακολουθούμε ούτε υπηρετούμε ένα πρόσωπο. Έλεγα πριν λίγο πόσο προσωποποιούμε όλα τα θέματα, με συνέπεια να μη μπορούμε να δεχτούμε και ακόμη λιγότερο να υπηρετήσουμε ιδέες. Έτσι και στη Νέα Δημοκρατία πέφτουμε στην παγίδα της αναζητήσεως του προσώπου που θα τα βάλει με τον κ. Παπανδρέου. Σκεφτείτε όμως, προς στιγμή, τον κ. Παπανδρέου σαν μια γερασμένη και κάπως ξεπερασμένη βεντέτα του ποδοσφαίρου που ηγείται μιάς ερασιτεχνικής και χωρίς πείρα ομάδας, και σκεφτείτε σαν αντίπαλη μια νέα αλλά επαγγελματική ομάδα. Όσες ντρίπλες, όσα κόλπα από το παλιό ρεπερτόριο και αν κάνει η βεντέτα μας, η ομάδα του είναι καταδικασμένη να χάσει. Το ζητούμενο λοιπόν πρέπει να είναι η συγκρότηση της επαγγελματικής ομάδας που θα πειθαρχήσει σε ομαδικό και ουσιαστικό παιχνίδι και θα αφήσει στο πάγκο τις κάθε είδους απείθαρχες βεντέτες. Αν το ελληνικό ποδόσφαιρο άρχισε να καταλαβαίνει αυτή την αλήθεια εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, δεν νομίζω ότι είναι υπερβολική απαίτηση να το μάθει και η ελληνική πολιτική σήμερα.

Για να μπορέσω να εξηγήσω τι πρέπει να γίνει στη Νέα Δημοκρατία είπα να φανταστείτε τον κ. Παπανδρέου σαν μια γερασμένη και ξεπερασμένη βεντέτα. Ίσως σας φάνηκα υπερβολικός. Γι’ αυτό θα σας θυμίσω ότι ο κ. Παπανδρέου, όχι μόνο είναι ο πιο ηλικιωμένος πρωθυπουργός της δυτικής Ευρώπης, αλλά και μας το θυμίζει συνέχεια ο ίδιος, καθώς ασχολείται τόσο πολύ με την ανάξεση και επίλυση προβλημάτων του παρελθόντος που εμείς οι νεώτεροι έχουμε προ πολλού ξεπεράσει. Τη νέα Ελλάδα θα τη θεμελιώσουμε αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της δεκαετίας του ‘80 και όχι εκείνα της δεκαετίας του ‘50.

Θα αποτελούσε βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και απόδειξη εκσυγχρονισμού και ομαδικής προσπάθειας αν η Νέα Δημοκρατία όσο είναι ακόμη αντιπολίτευση, διόριζε ένα κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο για κάθε υπουργείο αντί να διαθέτει συνολικά 3-4 κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους αρμόδιους για όλα τα θέματα. Είναι φαντάζομαι φανερό σε όλους ότι η εξειδίκευση θα πολλαπλασιάσει την αποτελεσματικότητα της αντιπολίτευσης καθώς η μάχη θα δίνεται, για να ξαναχρησιμοποιήσω ποδοσφαιρική ορολογία, man to man. Η εξειδίκευση θα επιτρέψει ακόμη την πολύ μεγαλύτερη εμβάθυνση στα προβλήματα του τόπου και άρα την προετοιμασία της αντιμετωπίσεως τους και θα διευκολύνει επίσης την ανάδειξη νέων στελεχών.

Μίλησα για την Νέα Δημοκρατία. Την ανάγκη ανανεώσεως ανθρώπων και νοοτροπίας. Την ανάγκη της αλλαγής  και του καινούριου. Μίλησα για την επιδίωξη της προόδου και ευτυχίας του λαού μας, της αλλαγής της κοινωνίας μας, με βάση το φιλελευθερισμό. Με το φιλελευθερισμό, διότι αυτός είναι σύμφωνος με τη φύση του ανθρώπου και ιδιαίτερα με τον ελληνικό χαρακτήρα, διότι αυτός κατοχυρώνει και προάγει την μεγαλύτερη ανθρώπινη αξία, την ελευθερία, και διότι αυτός περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο -ισμό φέρνει αποτέλεσμα.

Πριν ακριβώς ένα χρόνο, σε ανάλογη συγκέντρωση που είχε διοργανώσει το Propeller Club, πρότεινα τη φιλελεύθερη πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα για να ξεφύγει από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο μου ήταν φανερό ότι έμπαινε. Θα επαναλάβω σήμερα μερικές από τις περσινές μου διαπιστώσεις και προτάσεις. Η κατάσταση στην ουσία της δεν άλλαξε, έγινε μόνο χειρότερη.

Το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση δίδαξε, και εμείς οι Έλληνες ευχαρίστως διδαχτήκαμε, είτε είμαστε με το ΠΑΣΟΚ είτε όχι, ότι θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε τη θέση μας χωρίς καμιά απολύτως θυσία. Το ΠΑΣΟΚ έπεισε τους περισσότερους Έλληνες ότι έφθανε η πολιτική του βούληση για να ξεπεραστεί το οικονομικό αδιέξοδο και ότι οπωσδήποτε δεν χρειαζόντουσαν ιδιαίτερες προσπάθειες και θυσίες εκ μέρους μας.

Αυτό είναι το πραγματικό, το τελικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζουμε. Γιατί όσο αναζητούμε λύση στο οικονομικό μας πρόβλημα που δεν συνεπάγεται θυσίας, δεν θα τη βρίσκουμε. Γιατί, εκεί που φτάσαμε, με μηδενική αύξηση του εθνικού μας εισοδήματος, κάθε λύση συνεπάγεται θυσίες. Δεν έχουμε όμως καιρό για χάσιμο. Η αναζήτηση της χίμαιρας, της αδάπανης λύσης πρέπει να σταματήσει. Διότι εάν δεν βρούμε τη λύση σύντομα, θα χάσουμε την ανεξαρτησία να καθορίζουμε μόνοι μας τα του οίκου μας, καθώς την οικονομική μας πολιτική δεν θα τη καθορίζουμε εμείς, αλλά οι ξένοι δανειστές μας.

Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι για να λύσουμε τα οικονομικά μας προβλήματα θα υποστούμε οπωσδήποτε θυσίες. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση μπορούμε, ρεαλιστικά, να ακολουθήσουμε δύο δρόμους. Ο ένας οδηγεί στο σημαντικό περιορισμό των ελευθεριών μας, έτσι ώστε να μη μπορούμε να αντιδράσουμε στις θυσίες που θα μας επιβληθούν, προκειμένου να ξεπεράσουμε το αδιέξοδο. Το περιβόητο άρθρο 4, οι διορισμένες συνδικαλιστικές διοικήσεις είναι μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο πρώτος δρόμος είναι ο δρόμος του “περισσότερου” κράτους που, ιδιαίτερα όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, εύκολα οδηγεί σε ολοκληρωτικές στενωπούς.

Ο δεύτερος δρόμος, τον οποίο προτείνω να ακολουθήσουμε, οδηγεί αντίθετα σε πολύ περισσότερη ελευθερία από όση έχουμε σήμερα. Σε μια ελευθερία που θα επιτρέψει σε μας τους ίδιους, χωρίς τη μεσολάβηση του κράτους, να βρούμε τη σωστή λύση του προβλήματος και να κατανείμουμε εμείς τις αντίστοιχες και αναπόφευκτες θυσίες. Προτείνω δηλαδή να αναθέσουμε τη λύση στους υγιείς οικονομικούς νόμους, στην περιλάλητη ελεύθερη αγορά. Η αγορά δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ίδιος ο λαός. Για να λειτουργήσει η αγορά χρειάζεται πάντοτε ανταγωνισμός, άνθρωποι έτοιμοι να ρισκάρουν, κέρδη αλλά και χρεοκοπίες. Ο ρόλος του κράτους στην περίπτωση αυτή είναι να διευκολύνει τη λειτουργία της αγοράς και να παραμερίζει τις παρουσιαζόμενες ατέλειες. Και είναι ακόμη ρόλος του κράτους να προστατεύει και να βοηθάει εκείνους που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις δικές τους μόνο δυνάμεις.

Αυτά έλεγα πέρυσι και θα επαναλάμβανα πιο έντονα φέτος. Διότι ενώ στην αρχή του 1983 υπήρξε μια δειλή προσπάθεια αντιμετωπίσεως της καταστάσεως με την υποτίμηση της δραχμής και τη σφιχτή εισοδηματική πολιτική, στη συνέχεια επανήλθε η κυβέρνηση στην κατάσταση της παραλύσεως μπροστά στα οικονομικά προβλήματα που έχει να λύσει. Μιάς παραλύσεως που δικαιολογείται από το γεγονός ότι, η λύση κάθε προβλήματος, θα θίξει το εισόδημα πολλών Ελλήνων που είχαν πιστέψει τις προεκλογικές υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ για ανώδυνες μαγικές λύσεις. Χαρακτηριστική υπήρξε η παραλυτική συμπεριφορά της κυβερνήσεως μπροστά στο πρόβλημα του ανατιμώμενου δολαρίου. Για να ελέγξει την αντίδραση των μισθωτών του δημοσίου, για τη σφιχτή εισοδηματική πολιτική, η κυβέρνηση θέσπισε το περιβόητο άρθρο 4. Επειδή όμως, δεν φαίνεται να έχει αποφασίσει πως θα ελέγξει την οργή του απατημένου, από τις υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ, κόσμου, δεν τολμά να πάρει πια οποιοδήποτε μέτρο θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανόρθωση της οικονομίας. Αφήστε που και σωστά μέτρα να έπαιρνε, είναι τέτοια η αναξιοπιστία της, που θα χανόντουσαν στο νέφος της δυσπιστίας, που μαζί με το άλλο νέφος, την περιβάλλει.

Η παραλυτική αυτή κατάσταση μπορεί να συνεχιστεί όσο υπάρχουν έτοιμοι να μας δανείσουν. Υπάρχουν ακόμη, όχι διότι η κατάσταση της χώρας είναι καλή, αλλά διότι υπάρχει πολύ χρήμα στις τράπεζες και πολλές χώρες σε κατάσταση χειρότερη από εμάς. Αλλά η θέση μας χειροτερεύει ταχύτατα. Η Ελλάδα χρωστάει στο εξωτερικό περί τα 13 δισεκατομμύρια δολάρια που αναλογούν για κάθε ελληνική οικογένεια σε 5.100 δολάρια. Κάθε ελληνική οικογένεια χρωστάει δηλαδή στο εξωτερικό, εντόκως, 500.000 δραχμές. Και δεν είναι μόνον αυτά. Στα 13 δισεκατομμύρια δολάρια που χρωστάμε πρέπει να προσθέσει κανείς και τις βραχυπρόθεσμες -και άρα άμεσα αναλήψιμες- καταθέσεις Ελλήνων του εξωτερικού ύψους 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων όπως επίσης και τις υποχρεώσεις μας από την προμήθεια αμυντικού υλικού. Τα αεροπλάνα για τα οποία τόση συζήτηση γίνεται τελευταία θα κοστίσουν περισσότερο από 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Με αυτές τις προσθήκες οι 500.000 δραχμές θα γίνουν 800.000. Με άλλα λόγια, χωρίς να τη ρωτήσουν, κάθε ελληνική οικογένεια έχει αποδεχτεί έντοκα γραμμάτια σε συνάλλαγμα που ξεπερνούν τις 800.000 δραχμές. Πόσοι είχαν καταλάβει ότι το “συμβόλαιο με το λαό” προέβλεπε την υποθήκευση ενός τόσο μεγάλου ποσού προκειμένου να φαίνεται καλύτερο το ΠΑΣΟΚ σήμερα;

Τι πρέπει να γίνει για να απελευθερωθεί η αγορά;

  1. Πρέπει να ελευθερωθεί το τραπεζικό σύστημα και να λειτουργήσει ελεύθερα η αγορά του χρήματος.
  2. Πρέπει να καταργηθεί ο καθολικός έλεγχος των τιμών και να περιοριστεί εκεί που δεν υπάρχει ανταγωνισμός.
  3. Πρέπει να καταργηθούν οι περιορισμοί στις εισαγωγές και εξαγωγές.
  4. Πρέπει να ελευθερωθεί η κίνηση κεφαλαίων και η δραχμή να γίνει ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα, και τέλος
  5. Πρέπει να ελευθερωθεί η αγορά εργασίας.

Είναι ανάγκη να διευκρινίσω ότι για να είναι αποτελεσματικά τα μέτρα αυτά, πρέπει να παρθούν όλα. Σταδιακά μεν αλλά όλα. Είναι δηλαδή ένα πακέτο που το παίρνεις ολόκληρο, αλλιώς δεν θα έχουν τα μέτρα αυτά το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Μόλις όμως εφαρμοστούν θα έχει αρχίσει μια πραγματικά δομική αλλαγή της Ελλάδας. Μια αλλαγή για την οποία θα τρίβουμε τα μάτια μας, καθώς θα ανακαλύπτουμε δημιουργικές και οικονομικές δυνάμεις που ούτε φανταζόμαστε ότι τις έχουμε.

Δεν αρκεί όμως για την παραπέρα ανάπτυξη της Ελλάδας η απελευθέρωση της αγοράς. Χρειάζεται και να αντιμετωπιστεί και το τέρας που λέγεται δημόσιος τομέας.

Οπως είπα προηγουμένως το 60% της οικονομικής δραστηριότητας όλης της Ελλάδας ελέγχεται ήδη άμεσα από το κράτος ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 30% και στη γειτονική Γιουγκοσλαβία περίπου 80%. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να γίνει συνείδηση σε όλους ότι η περαιτέρω επέκταση του κράτους, ο κρατικός αυτός ιμπεριαλισμός, περικλείνει τεράστιους κινδύνους. Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος είναι ότι, μετά από κάποιο σημείο, από το οποίο δυστυχώς δεν απέχουμε πολύ, κυριολεκτικά δεν θα υπάρχουν “πισωγυρίσματα”.

Οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι, ή πάντως γίνονται μονοπώλια. Είτε μας αρέσει είτε όχι τα μονοπώλια, “κοινωνικοποιημένα” ή όχι, δεν λειτουργούν ποτέ προς όφελος του καταναλωτή που είναι καταδικασμένος να δέχεται ό,τι του δώσει το μονοπώλιο. Είναι κανείς ευχαριστημένος από το τρόπο λειτουργίας των κρατικών νοσοκομείων ή του ΟΤΕ; Δεν αποτελεί λύση, όπως ζητούν μερικοί, ο αυστηρότερος κρατικός έλεγχος. Ο έλεγχος αυτός αυξάνει το κόστος διότι στα κακά του μονοπωλίου προσθέτει και τα κακά της γραφειοκρατίας που επιβάλλει το κράτος, που αυτό το ίδιο είναι μια μορφή μονοπωλίου. Μια και μόνη λύση υπάρχει για τις δημόσιες επιχειρήσεις και αυτή είναι η αποκρατικοποίηση τους και η κατάργηση των μονοπωλιακών τους προνομίων. Θα μας συμπεριφερόταν άραγε η Ολυμπιακή όπως μας συμπεριφέρεται αν ήξερε ότι μπορούμε να διαλέξουμε μια άλλη εταιρεία για να πετάξουμε στις εσωτερικές αερογραμμές; Η θα μας προσέφερε η ΕΡΤ τα δελτία ειδήσεων που μας προσφέρει αν ήξερε ότι θα γυρνούσαμε το διακόπτη και θα ακούγαμε τις ειδήσεις ενός ιδιωτικού σταθμού; Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι χρειάζεται αποκρατικοποίηση του δημόσιου τομέα. Για να απολαμβάνουμε καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες; Αλλά και για να αυξήσουμε τις επιλογές μας, δηλαδή την ελευθερία μας μια και ελευθερία είναι η δυνατότητα να μπορείς να διαλέγεις.

Ακόμη και στους τομείς όπου δεν είναι δυνατή η αποκρατικοποίηση, είναι δυνατόν να θεσμοθετηθεί ο ανταγωνισμός που τελικά θα ωφελήσει τους καταναλωτές των “προσφερομένων υπηρεσιών”. Πάρτε την ανώτατη παιδεία, όπου ο κρατικισμός έχει δυστυχώς επιβληθεί από το Σύνταγμα. Αν σε κάθε ανώτατη σχολή εξασφαλίζονταν γνήσια η αυτοτέλεια της και δεν καταβαλλόταν η προσπάθεια να γίνουν όλες οι σχολές ομοιόμορφες, χαρακτηριστική περίπτωση αυτή σοσιαλιστικής εξισώσεως προς τα κάτω, είμαι βέβαιος ότι σε κάθε μια από αυτές θα διαμορφωνόντουσαν διάφορες συνθήκες. Έτσι σε άλλες θα είχαν οι καθηγητές το πάνω χέρι και σε άλλες οι φοιτητές. Και έτσι θα μπορούσαν οι φοιτητές να διαλέξουν σε τι είδους σχολή θέλουν να σπουδάσουν. Είμαι ακόμη βέβαιος ότι θα βρισκόντουσαν μερικές σχολές που θα διάλεγαν την ποιότητα. Διότι, πάνω απ’ όλα, η ποιότητα μας λείπει.

Υποστήριξα πέρυσι ότι η αποκρατικοποίηση πρέπει σε πολλές περιπτώσεις να γίνει με τη δωρεάν διανομή του κεφαλαίου των δημοσίων επιχειρήσεων στους Έλληνες φορολογούμενους κατά το λόγο της συμμετοχής τους στο φόρο εισοδήματος. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτός είναι ο καλύτερος, δικαιότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος αποκρατικοποιήσεως των περισσότερων δημοσίων επιχειρήσεων. Παράλληλα η ευρύτατη συμμετοχή στην ιδιοκτησία των επιχειρήσεων αυτών δημιουργεί και το πλαίσιο ενός πραγματικά λαϊκού καπιταλισμού και θα περιορίσει την αποτελεσματικότητα της παραπλανητικής συνθηματολογίας των κομμουνιστών.

Από την αποκρατικοποίηση μεγάλου μέρους του δημόσιου τομέα θα έχουμε και το πρόσθετο κέρδος ότι θα περιοριστούν σημαντικά και τα ελλείμματα του Δημοσίου που αυτά, περισσότερο απ’ οτιδήποτε  άλλο, τροφοδοτούν τον πληθωρισμό. Όσα ελλείμματα μείνουν, θα πρέπει να καλυφθούν από μια ριζική τροποποίηση του παταγωδώς αποτυχημένου φορολογικού μας συστήματος. Ενός συστήματος που πλήττει τους μισθωτούς και αφήνει αφορολόγητους, εισοδηματίες, εύπορους αγρότες και την πολυπληθή τάξη των φοροφυγάδων.

Ενώπιον αυτής της πραγματικότητας υποστήριξα στο παρελθόν και επαναλαμβάνω σήμερα ότι πρέπει να περιορίσουμε δραστικά τη φορολογία εισοδήματος που, ειδικά στην Ελλάδα, τιμωρεί τους νομοταγείς, τιμωρεί την προσπάθεια και το μόχθο, και να την συμπληρώσουμε με έμμεση φορολογία της δαπάνης και της κατανάλωσης. Πρέπει δηλαδή, αντί να φορολογούμε την προσπάθεια και την παραγωγή απ’ όπου περιμένουμε την ανάπτυξη του τόπου και τη γενική ευημερία, να φορολογούμε τη δαπάνη και την κατανάλωση.

Στόχος δεν είναι μόνο η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας. Σε κάθε τομέα θα πρέπει να αυξήσουμε τις ατομικές επιλογές, την απρόσκοπτη ατομική δράση -στο βαθμό που δεν θίγει την ελευθερία των άλλων όμως- τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε όλες εκείνες τις μικρές ελευθερίες που όλες μαζί δημιουργούν μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία.

Η φιλελεύθερη αυτή συνολική αλλαγή θα ενισχύει ό,τι είναι καλό στο χαρακτήρα μας και θα αποδυναμώνει τα ελαττώματα μας. Ταυτόχρονα, ενώ θα προστατεύει τους αδύναμους με ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας, θα επιτρέπει στους  ικανούς και φιλόπονους να προοδεύουν και να εξελίσσονται με τρόπο τέτοιο που θα συμπαρασύρει όλη την Ελλάδα στην πρόοδο και τ η δημιουργία.

Είναι γνωστό πως η αριστερή ορολογία δίνει σε μερικές λέξεις, όπως τις λέξεις ειρήνη, δημοκρατία, ιμπεριαλισμός, διαφορετικό νόημα από εκείνο που δίνουμε εμείς. Γι’ αυτό θέλει ιδιαίτερη προσοχή για να καταλάβει κανείς το νόημα που δίνει το ΠΑΣΟΚ σε ορισμένες έννοιες που με μεγάλη συχνότητα επαναλαμβάνει. Έννοιες όπως η εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή συμμετοχή, αποκέντρωση και πολλές άλλες.

Ομιλεί το ΠΑΣΟΚ για εθνική ανεξαρτησία, τη στιγμή που χρωστάμε σχεδόν 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Στο ακροατήριο βρίσκονται αρκετοί επιχειρηματίες που ξέρουν πόσο ανεξάρτητος είσαι όταν είσαι υπερχρεωμένος. Απόδειξη της εξαρτήσεως είναι η συμφωνία για τις βάσεις. Ο κ. Παπανδρέου ήταν στο θέμα αυτό σαφής. Δεν τις θέλει τις βάσεις. Λέει ότι θα τις διώξει σε πέντε χρόνια, τότε δηλαδή που δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι θα βρίσκεται στην εξουσία. Δεν τις έδιωξε τώρα διότι δεν μπορούσε. Και δεν μπορούσε διότι, με την οικονομική πολιτική που ακολούθησε, έκανε την εθνική οικονομία προβληματική και συνεπώς την Ελλάδα εθνικά εξαρτημένη.

Εθνική ανεξαρτησία. Είναι οπωσδήποτε ωραίο σύνθημα. Αλλά τι σημαίνει; Ίσως ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας μπορεί να κάνει ό,τι εκάστοτε θεωρεί σωστό για την πατρίδα. Με αυτό το κριτήριο ο κ. Παπανδρέου είναι ασφαλώς περισσότερο εξαρτημένος από τους προκατόχους του. Διότι, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, κάνει τα αντίθετα απ’ όσα λέει ότι επιδιώκει και θεωρεί σωστά. Ενώ εμείς στη Νέα Δημοκρατία μπορέσαμε να κάνουμε πολλά από αυτά που επιδιώκαμε και θεωρούσαμε συμφέροντα και σωστά για την Ελλάδα. Καταφέραμε λ.χ. να μπούμε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, γεγονός που πράγματι ενισχύει τη θέση μας έναντι οποιουδήποτε εχθρού και κατοχυρώνει την ανεξαρτησία κάθε Έλληνα και των παιδιών του καθώς διευρύνει το πεδίο δράσεως του σε μια ολόκληρη ήπειρο που και αυτή, όπως και εμείς, πιστεύει στην ελευθερία και τη δημοκρατία. Εθνική ανεξαρτησία, ναι, για τους δυστυχείς πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας ή της “αυτοδύναμης” Αλβανίας. Ούτε να το σκάσουν απ’ εκεί μπορούν.

Ομιλεί το ΠΑΣΟΚ για λαϊκή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Και όμως έχουν περάσει δύο χρόνια από τις εκλογές και όλες οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν ακόμη διορισμένες από το ΠΑΣΟΚ διοικήσεις. Αυτές συμμετέχουν, όχι ο λαός.

Και ομιλεί το ΠΑΣΟΚ για αποκέντρωση. Αν είναι δυνατόν! Όταν όλοι γνωρίζουν ότι ποτέ δεν είχαμε τόση συγκέντρωση εξουσίας σε έναν άνθρωπο. Όταν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, γνωρίζουν ότι μόνον ο κ. Παπανδρέου παίρνει αποφάσεις. Όχι μόνον αποκέντρωση δεν έχουμε, έχουμε αντίθετα υπερσυγκέντρωση εξουσίας και έντονο αυταρχισμό που εκδηλώνεται όχι μόνο στη λειτουργία της κυβέρνησης αλλά και στη λειτουργία του “κινήματος”.

Ο φιλελευθερισμός που στοχεύει στον περιορισμό του κράτους είναι κατ’ εξοχήν το σύστημα που ενθαρρύνει μια αποσυγκεντρωμένη μορφή ζωής, ενώ ο σοσιαλισμός με την πίστη του στο κράτος και στον κεντρικό σχεδιασμό είναι από τη φύση του συγκεντρωτικός.

Στις σχέσεις κράτους και πολίτη πρέπει ν’ αποφασίσουμε ότι το κράτος θα επεμβαίνει μόνον όταν οι άμεσα υποκείμενες οργανώσεις τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν με τις δικές τους δυνάμεις τα παρουσιαζόμενα προβλήματα. Με την σειρά τους οι οργανώσεις τοπικής αυτοδιοίκησης δευτέρου βαθμού δεν θα επεμβαίνουν σε προβλήματα που μπορούν να λύσουν μόνοι τους οι δήμοι. Και αυτοί σε προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους οι πολίτες. Έτσι θα ενισχυθεί και το αίσθημα ευθύνης για τα κοινά του κάθε πολίτη. Η εφαρμογή της απλής αυτής αρχής που πρέπει να διέπει τις σχέσεις του κράτους και των πολιτών προϋποθέτει σειρά θεσμικών αλλαγών, η απαρίθμηση των οποίων ξεφεύγει βέβαια από τα πλαίσια της σημερινής ομιλίας.

Πιστεύω ότι γρήγορα κλείνει το κεφάλαιο ΠΑΣΟΚ και μαζί με αυτό ένα κεφάλαιο της ιστορίας μας που άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Σε έξη μήνες, ένα χρόνο το πολύ δύο χρόνια θ’ ανοίξουμε το κεφάλαιο που θα οδηγήσει την Ελλάδα στον 21ο αιώνα, την Ελλάδα του 2000. Υποστηρίζω ότι έχουμε ανάγκη μιάς φιλελεύθερης πολιτικής. Μιάς πολιτικής που αναθέτει πολύ πιο πολλές ευθύνες στα άτομα που συνθέτουν την κοινωνία, στους πολίτες της. Είναι μια πολιτική που περιορίζει το ρόλο του κράτους και αυξάνει το δικό σας. Αγωνιστείτε γι’ αυτό το ρόλο. Αξιοποιείστε την ελευθερία σας. Στο τέλος της ημέρας θα ξέρετε ότι βάλατε και εσείς ένα πετραδάκι στο αιώνιο οικοδόμημα της Ελλάδας.

Back To Top