Skip to content

Τα τελευταία αλλοπρόσαλλα φορολογικά μέτρα κατέστησαν αναγκαία -σύμφωνα με τις κυβερνητικές δηλώσεις- λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής στην οποία επιδίδονται κυρίως οι διάφοροι ελεύθεροι επαγγελματίες.

Είναι κοινό μυστικό ότι πολλοί φοροδιαφεύγουν. Πρώτοι και καλύτεροι είναι όσοι κινούνται στις περιοχές της μαύρης οικονομίας. Φοροδιαφεύγει ασφαλώς κάποιος γιατρός ή δικηγόρος, αλλά για μέρος του εισοδήματός του από την ιατρική ή τη δικηγορία. Οι αποδέκτες όμως των ιλιγγιωδών ποσών των λαδωμάτων φοροδιαφεύγουν ολοσχερώς. Μερικοί από αυτούς -θρασείς ή αφελείς- διαφημίζουν τον παράνομο πλούτο τους με τις καταναλωτικές τους συνήθειες, όπως έκανε ένας από τους απαγωγείς του προέδρου του ΣΒΒΕ.

Υπάρχει πράγματι πρόβλημα φοροδιαφυγής. Παραβιάζεται η συνταγματική επιταγή ότι όλοι οι Έλληνες οφείλουν να συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

Η συνταγματική επιταγή μού φαίνεται αυτονόητη. Ζούμε όλοι σε αυτόν τον τόπο και είναι φυσικό να μοιραζόμαστε όλοι, ανάλογα με τις δυνάμεις μας, τα δημόσια βάρη. Στην πολυκατοικία όπου ζούμε μοιραζόμαστε όλοι τα κοινόχρηστα. Θα ήταν αδιανόητο να θερμαίνεται το ρετιρέ αλλά να απαλλάσσεται ο ιδιόκτητης του από τα έξοδα θέρμανσης. Να πληρώνουν δηλαδή για τη θέρμανση του ρετιρέ οι υπόλοιποι ένοικοι.

Στην πολυκατοικία πληρώνουμε λοιπόν για το πετρέλαιο. Πληρώνουμε για τον μισθό του θυρωρού. Αν όμως ο διαχειριστής της πολυκατοικίας ζητούσε να πληρώσουμε τα έξοδα μετάβασης και διαμονής στο Πεκίνο του θυρωρού και της οικογένειάς του για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς, τι θα κάναμε; Και καλά το Πεκίνο είναι υπερβολικό, αλλά γιατί όχι η Θεσσαλονίκη για τη Διεθνή Έκθεση; Θα πληρώναμε τα αυξημένα κοινόχρηστα; Θα κρατούσαμε στη θέση του τον ανοιχτοχέρη διαχειριστή;

Η σκέψη της μετάβασης στη Θεσσαλονίκη είναι επίκαιρη. Καλούμαστε να πληρώσουμε παραπάνω φόρους για να καλύψουμε -μεταξύ πολλών άλλων- το «δημόσιο βάρος» των εξόδων δημιουργίας και στελέχωσης δεκάδων περιττών κρατικών περιπτέρων στη ΔΕΘ, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και διαμονής στη Θεσσαλονίκη χιλιάδων ανθρώπων που η μόνη τους απασχόληση θα είναι να εμπλουτίσουν το πλήθος που θα παρακολουθήσει την τηλεοπτικά μεταδιδόμενη ομιλία του πρωθυπουργού.

«Δημόσιο βάρος» είναι και η κάλυψη των ζημιών της Ολυμπιακής. Ο υπουργός Μεταφορών δήλωσε πριν από λίγες μέρες ότι οι ζημίες φθάνουν το 1 εκατομμύριο ευρώ την ημέρα. Ο υπουργός Μεταφορών δήλωσε -ορθώς άλλωστε- ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί και δεσμεύτηκε ότι μέχρι τέλος του έτους θα έχει δοθεί οριστική λύση. Με την ευκαιρία, σας θυμίζω ότι ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 2005 είπε και αυτός ότι δεν πάει άλλο με την Ολυμπιακή. Αλλαξε όμως γνώμη, μια μόλις εβδομάδα αργότερα, όταν η πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε κάποια δημοσκόπηση απάντησε αφελώς: «Να την κρατήσουμε την Ολυμπιακή, έστω και αν χάνει». Έτσι δημιουργούνται τα «δημόσια βάρη»! Και τώρα, αν πράγματι δοθεί λύση, στην καλύτερη περίπτωση το Δημόσιο θα εισπράξει περί τα 100 εκατομμύρια ευρώ από την πώληση της Ολυμπιακής για να μπορέσει να καλύψει τις ζημίες των τριών τελευταίων μηνών. Για τους υπόλοιπους μήνες της νεοδημοκρατικής διαχείρισης (54) οι ζημίες θα καλυφθούν από τους φορολογούμενους.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: «Είναι παράλογο να υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που αρνούνται να συνεισφέρουν τους φόρους τους για την κάλυψη «δημόσιων βαρών» αυτής της ποιότητας;»

Στις 31 Δεκεμβρίου 2003 -67 μέρες πριν αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα η Ν. Δ. – το δημόσιο χρέος υπολογιζόταν σε 178 δισεκατομμύρια ευρώ. Το χρέος σήμερα είναι 252 δισεκατομμύρια, σημείωσε δηλαδή αύξηση 41,6%.

Είμαι βέβαιος ότι το φαινόμενο της φοροδιαφυγής θα περιοριζόταν σημαντικά αν ήταν πέρα για πέρα ξεκάθαρο ότι η πολιτική ηγεσία διαχειρίζεται το δημόσιο χρήμα με απόλυτη αυστηρότητα. Αν η πολιτική ηγεσία μπορούσε να δικαιολογήσει κάθε ευρώ που ξοδεύει το κράτος. Αλλά τι να δικαιολογήσει η πολιτική ηγεσία, όταν προεξοφλώ ότι δεν υπάρχει ένας υπουργός που γνωρίζει τι κόστισε το υπουργείο του τον περασμένο μήνα, τι πλήρωσε για μισθούς, πόσους απασχολεί, πόσος ήταν ο λογαριασμός του ΟΤΕ, τι ποσοστό των εργαζομένων απουσίασε λόγω αναρρωτικής άδειας, τι έργο προσέφερε κάθε μια από τις διευθύνσεις του υπουργείου; Μήπως ξέρει ο υπουργός τι κοστίζει κάθε σχολείο ή κάθε αεροδρόμιο ή κάθε νοσοκομείο; Και αν δεν ξέρει, πώς είναι δυνατόν να περιορίσει τη σπατάλη, την περιττή δαπάνη, την κλεψιά;

Δεν ξέρουν επειδή δεν θέλουν να ξέρουν οι κ. υπουργοί. Όταν δεν φθάνουν τα λεφτά, μας υποχρεώνουν να πληρώσουμε περισσότερα και μας κατηγορούν ως φοροφυγάδες.

 

Δημοσιεύτηκε στη Καθημερινή 05.09.2008

Back To Top