Την Κυριακή 11 Ιουνίου έγραψα στην «Κ» ότι, παρά τις όχι λίγες ενστάσεις μου για την πολιτεία της Νέας Δημοκρατίας, θα την ψήφιζα επειδή δεν ήθελα να κινδυνέψει η κυβερνησιμότητα της Ελλάδας.
Ευτυχώς η Ελλάδα απέκτησε αυτοδύναμη κυβέρνηση και ήδη η Βουλή ενημερώθηκε για τις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης.
Στα πολλά χρόνια της πολιτικής μου σταδιοδρομίας, οι απόψεις μου ήταν συνήθως πρόωρες και όταν εκστομίζονταν μειοψηφικές. Με τον χρόνο, όμως, πολλά άλλαξαν. Εδώ και δεκαετίες υποστηρίζω ότι χρειαζόμαστε μικρότερο κράτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, σαφή χωρισμό κράτους – Εκκλησίας, ανεκτική φιλελεύθερη κοινωνία, κατάργηση των μονοπωλίων και των θεσμικών προνομίων (π.χ. στην εκπαίδευση).
Δεν περιμένω από εδώ και μπρος οι 158 βουλευτές της Ν.Δ. να τολμούν να διαφοροποιούνται σε οτιδήποτε. Η τυφλή υποταγή στην κομματική γραμμή έχει καθιερωθεί ως η μόνη πολιτικά ορθή συμπεριφορά. Είναι μια συμπεριφορά που υπονομεύει τον κοινοβουλευτισμό. Τι τους θέλουμε τόσους βουλευτές; Χωρίς γνώμη; Μόνο για χειροκρότημα επιδοκιμασίας; Αν νομίζετε ότι τους αδικώ, προσπαθήστε να θυμηθείτε έστω μία περίπτωση βουλευτή της Ν.Δ. που την περασμένη τετραετία τόλμησε να διαφοροποιηθεί στη Βουλή από τη γραμμή του κ. Μητσοτάκη. Οι «κομματικοί» στη Ν.Δ. μπορεί να χαίρονται για την «μπετονένια» ενότητα του κόμματος, αλλά εμένα με θλίβει η άτονη μονοφωνία. Χρειαζόμαστε δημιουργική πολυφωνία και πρωθυπουργό ικανό να συνθέσει τις διάφορες φωνές σε μια καινούργια μεταρρυθμιστική αρμονία.
Δεν περιμένω πολλά και από την αντιπολίτευση. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ενδοσκοπούν αναζητώντας, χωρίς κεντρικές πεποιθήσεις, τον τυχερό συνδυασμό που θα συγκινήσει τους πολίτες. Το ΚΚΕ, αντιθέτως, πλήρες απηρχαιωμένων πεποιθήσεων, προσπαθεί να προσαρμόσει την πραγματικότητα στις πεποιθήσεις του. Η πολυδιάσπαση των κομμάτων, συνέπεια της ατυχούς απλής αναλογικής και του 3%, και οι κληρονομημένες κακές συνήθειες δεν ευνοούν δυστυχώς στοιχειώδεις προσεγγίσεις ακόμη και σε θέματα αρχής.
Η μικρή Ελλάδα απέκτησε αυτοδύναμη κυβέρνηση με 63 μέλη. Κατά 9% περισσότερα από όσα είχε η πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πολύ πολύ περισσότερα από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Το επισήμανε την περασμένη Κυριακή στο «Βήμα» ο Ι. Μαρίνος. Ολα θα κριθούν βέβαια από το αποτέλεσμα.
Διάβασα τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη. 8.400 λέξεις αντί των 5.900 των προγραμματικών του 2019. Αύξηση 42%. Ουκ εν τω πολλώ…
Eίναι πολιτικά ανήθικο το κράτος να επιβάλλει φορολογικές επιβαρύνσεις για να καλύψει δαπάνες που μπορούσε να αποφύγει.
Είπε ο πρωθυπουργός ότι καθιερώνεται, με πρώτο νομοσχέδιο, η κοστολόγηση των κομματικών προγραμμάτων από ανεξάρτητο φορέα. Σημειώνω ότι δεν πιστεύω ότι είναι δουλειά του κράτους να κοστολογεί τα προγράμματα των κομμάτων. Είναι όμως δουλειά του κράτους να κοστολογεί λεπτομερώς και με πλήρη διαφάνεια τις δικές του ενέργειες.
Για παράδειγμα, θέλω να μάθω πόσοι προσλήφθηκαν με οποιαδήποτε σχέση από το κράτος, κατά μήνα, από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι σήμερα. Πόσο κοστίζουν κάθε μήνα οι προσληφθέντες. Πόσο εκτιμάται ότι θα κοστίσουν, περιλαμβανόμενης της μελλοντικής σύνταξής τους. Αυτά τα στοιχεία πρέπει να είναι γνωστά για να μην ποτίζεται το λεφτόδεντρο των ψεμάτων, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του πρωθυπουργού.
Αφορμή για το πιο πάνω ερώτημα μου έδωσε άρθρο του Μπομπ Τραα, παλαίμαχου του ΔΝΤ στην Ελλάδα, στον ιστότοπο www.macropolis.gr, με τίτλο «Πού είναι οι συντηρητικοί». Οπως γράφει ο κ. Τραα επικαλούμενος στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα το 2018 ήταν 1.013.398 άτομα και το 2022, 1.075.048. Στη τετραετία Ν.Δ. προστέθηκαν 61.650 απασχολούμενοι.
Αγαπητοί μου αναγνώστες, όλες οι δαπάνες του κράτους πληρώνονται από τους φόρους, τωρινούς ή μελλοντικούς. Οι κυβερνήσεις αγοράζουν ψήφους ξοδεύοντας κρατικά λεφτά (που δεν είναι δικά τους) και όταν αυτά δεν φθάνουν, δανείζονται και υπόσχονται να ξεπληρώσουν εντόκως αργότερα. Ετσι χτίζεται το δημόσιο χρέος. Ωφελείται η σημερινή γενιά και ο λογαριασμός στέλνεται στην επόμενη ή στη μεθεπόμενη. Ωφελούνται οι γονείς ή οι συνταξιούχοι παππούδες και θα πληρώσουν τα παιδιά ή τα εγγόνια. Το κράτος έχει την εξουσία να επιβάλλει φόρους στους πολίτες για να καλύψει τα έξοδά του. Η απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία από την υποταγμένη στην κομματική πειθαρχία Βουλή. Κατά τη γνώμη μου είναι πολιτικά ανήθικο να εκμεταλλεύεται το κράτος την εξουσία του να επιβάλλει φορολογικές επιβαρύνσεις για να καλύψει δαπάνες που μπορούσε να αποφύγει. Αν για μια δουλειά χρειάζονται δύο δημόσιοι υπάλληλοι, θεωρώ ανήθικο να μισθοδοτούνται τέσσερις.
Ακουσα τις προάλλες υπουργό της νέας κυβέρνησης να υπόσχεται αξιολόγηση παντού στο Δημόσιο. Στο ερώτημα όμως τι θα κάνει με όσους είναι ακατάλληλοι, η απάντηση ήταν ότι θα τους κάνει κατάλληλους με δαπάνη των φορολογουμένων.
Εύχομαι καλή επιτυχία στη νέα μας κυβέρνηση. Θα την παρακολουθώ. Ευχαριστώ όλους όσοι με τροφοδοτούν με στοιχεία που επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας.
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 16.07.2023