Πριν από τρεις εβδομάδες έγραψα για την εντυπωσιακή ανοησία που χαρακτηρίζει τις ρυθμίσεις, τις οποίες έχει επιβάλλει το κράτος σε όσους επιθυμούν να εγκαταστήσουν ένα μικρό φωτοβολταϊκό σύστημα στη στέγη του σπιτιού τους. Είναι τόση η ανοησία ώστε, μόνη της, φθάνει για να αποθαρρύνει όποιον θα ήθελε να εγκαταστήσει ένα τέτοιο σύστημα, ακόμη και τον πλέον περιβαλλοντικά ευαίσθητο
Στις 4 Μαΐου, η «Καθημερινή» δημοσίευσε άρθρο του κ. Κυριάκου Βλάχου, μέλους της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), σε απάντηση-συμπλήρωση -γράφει ο κ. Βλάχος- του δικού μου. Θέλω να απαντήσω στα βασικά επιχειρήματα του κ. Βλάχου.
Γράφει ο κ. Βλάχος: «Το κόστος εγκατάστασης των 200.000 φωτοβολταϊκών των 2 kW, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κ. Μάνου, ανέρχεται περίπου σε 200.000 x 14.000 ευρώ, ήτοι 2,8 δισ. ευρώ, ποσό υπερ-δεκαπενταπλάσιο από το αντίστοιχο κόστος μιας θερμικής αιχμιακής μονάδας (400 ευρώ/kW). Δεδομένου ότι η χώρα μας δεν διαθέτει εγχώρια παραγωγή φωτοβολταϊκών, το τεράστιο αυτό ποσό θα επιβαρύνει το εμπορικό ισοζύγιο και δεν θα δημιουργήσει παρά ελάχιστες νέες θέσεις εργασίας».
Oτι 200.000 μικρά φωτοβολταϊκά στις στέγες των σπιτιών κοστίζουν περισσότερο από μια αντίστοιχη θερμική μονάδα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η διαφορά είναι ότι την απόφαση για την κατασκευή και πληρωμή των 200.000 φωτοβολταϊκών θα την πάρουν -διότι έτσι θέλουν- 200.000 καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ την απόφαση για την κατασκευή του θερμικού σταθμού θα την πάρει η ΔΕΗ. Αν, για παράδειγμα, το κράτος αποφάσιζε πως πρέπει να μετακινούμαστε, θα αγόραζε λεωφορεία των 60 θέσεων και θα εμπόδιζε την αγορά πολυτελών και μη Ι.Χ. Θα μας εξηγούσε ότι κάθε μετακίνηση με Ι.Χ. κοστίζει 20-30 φορές περισσότερο από ό,τι με λεωφορείο, επιβαρύνει το εμπορικό ισοζύγιο και δεν δημιουργεί παρά ελάχιστες νέες θέσεις εργασίας. Αυτό που φαίνεται αδιανόητο για τα Ι.Χ., αυτό ακριβώς κάνει το κράτος με τα φωτοβολταϊκά. Με ανόητες ρυθμίσεις εμποδίζει όσους επιθυμούν να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκές μονάδες στη στέγη του σπιτιού τους.
Η θεωρία είναι πάντοτε ελκυστικότερη από την παρατήρηση. Η θεωρία διαθέτει κομψότητα διότι επιτρέπει τον περιορισμό των παραμέτρων σε όσες χωρούν σε μια εξίσωση, σε ένα συλλογισμό. Αντίθετα, η παρατήρηση της πραγματικότητας είναι άτσαλη, αφήνει πάντοτε ερωτηματικά. Αυτή, κατά κάποιο τρόπο, είναι και η διαφορά μεταξύ της κατευθυνόμενης οικονομίας και της οικονομίας της αγοράς.
Παρατηρώ, λοιπόν, ότι στη Γερμανία – που πάντως δεν μπορεί να κατηγορηθεί για παράλογες ή παρορμητικές αποφάσεις- υπήρχαν, στο τέλος του 2006, 300.000 στέγες με φωτοβολταϊκά και προβλέπεται ότι ο αριθμός αυτός θα αυξάνεται ετησίως μέχρι το 2020 με ρυθμό 20-30%. Αυτά στη Γερμανία, με πολύ λιγότερη ηλιοφάνεια από ό,τι εδώ.
Γιατί λοιπόν να μη μπορούμε να φανταστούμε 200.000 στέγες με φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα μέχρι το 2020; Αν καταργηθούν βέβαια οι ανόητες ρυθμίσεις που εμποδίζουν την εγκατάσταση τους.
Αν το κράτος καταφέρει να ξεκαθαρίσει τι πράγματι θέλει με τα φωτοβολταϊκά, αν διατυπώσει ένα όραμα, ένα στόχο και σταματήσει τις συνεχείς ανοησίες, προεξοφλώ ότι θα δημιουργηθούν εγχώριες μονάδες παραγωγής φωτοβολταϊκών (όπως έγινε στο παρελθόν με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες) και έτσι θα απαντηθεί το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας του κ. Βλάχου. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να προσθέσω -μια και το υπουργείο Ανάπτυξης εποπτεύει, πέρα από την ενέργεια, και την έρευνα- ότι θα ήταν σωστό να ενθαρρυνθεί η έρευνα σε ό,τι έχει σχέση με τον ήλιο. Εχουμε περισσότερο ήλιο από τους εταίρους μας στην Ευρώπη. Ας τον αξιοποιήσουμε.
Δημοσιεύτηκε στη Καθημερινή 11.05.2008