Το άρθρο 106 του Συντάγματος είναι το θεμέλιο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Η διατύπωση του θα είχε ενδεχομένως θέση σε μια πολιτεία που θα είχε ως ευαγγέλιο τις δοξασίες του Λένιν.
Το άρθρο 106 προβλέπει συγκεκριμένα ότι «με νόμο ρυθμίζονται τα σχετικά με την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συμμετοχή σ’ αυτές του Κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο.»
Κατά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος ζήτησα επανειλημμένως την αναθεώρηση του άρθρου αυτού με στόχο την προσαρμογή του σε όσα ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την εισαγωγή στο Σύνταγμα της έννοιας του ανταγωνισμού που σήμερα δεν υπάρχει. Μάταια, επειδή η Νέα Δημοκρατία δεν επιθυμούσε την αναθεώρηση του άρθρου 106, προτιμώντας τη διατήρησης σε ισχύ της διάταξης που απειλεί όλες ουσιαστικά τις μεγάλες επενδύσεις.
Θεώρησα καλό να κάνω αυτή την εισαγωγή διότι εξηγεί εν μέρει τις ανησυχίες που μου προκάλεσε η τελευταία νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την υποχρεωτική «σωτηρία» των τραπεζών.
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο περιλαμβάνει τρεις ευλογοφανείς ρυθμίσεις:
- Οι τράπεζες «μπορούν» να εκδώσουν προνομιούχες μετοχές που θα αναλάβει το Δημόσιο. Το ποσό για όλες τις τράπεζες δεν μπορεί να υπερβεί τα 5 δις ευρώ.
- Παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, μέχρι του συνολικού ποσού των 15 δισεκατομμυρίων Ευρώ, προς τα πιστωτικά ιδρύματα για δάνεια που θα συναφθούν μέχρι 31.12.2009.
- Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.), μπορεί να εκδίδει τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι συνολικού ύψους 8 δισεκατομμυρίων ευρώ και να τους διαθέτει απευθείας στα πιστωτικά ιδρύματα έναντι σχετικής προμήθειας.
Όπως διάβασα, το Υπουργείο Οικονομίας διοχέτευε την πληροφορία ότι υπάρχει κρυφή συμφωνία με βάση την οποία αν μια τράπεζα αποδεχθεί την εγγύηση του Δημοσίου για δάνεια θα εκδώσει και προνομιούχες μετοχές υπέρ του Δημοσίου. Ότι δηλαδή η συμμετοχή του Δημοσίου στο κεφάλαιο των τραπεζών είναι υποχρεωτική: «Αν θέλεις εγγυήσεις και δάνεια θα πρέπει ‘οικειοθελώς’ να συναινέσεις στη συμμετοχή του Δημοσίου στο κεφάλαιο της τράπεζας». Ήδη διευκρινίστηκε ότι ο ίδιος ο νόμος θα υποκαταστήσει την αρχική συμφωνία.
Από τα 28 δις του συνολικού ‘προγράμματος’ σωτηρίας, τα 5 αφορούν την αύξηση κεφαλαίου. Ποια λογική υπαγορεύει την υποχρεωτική αύξηση του κεφαλαίου όλων των τραπεζών; «Όλες οι τράπεζες έχουν ανάγκη πρόσθετου κεφαλαίου» θα απαντήσει ενδεχομένως το Υπουργείο Οικονομίας. Αν είναι έτσι γιατί δεν ανακοινώνει το Υπουργείο ή η Τράπεζα της Ελλάδας τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας που πρέπει να τηρούν οι τράπεζες και να τις αφήσει να επιλέξουν τον καλύτερο και υγιέστερο τρόπο κάλυψης των κεφαλαιακών τους αναγκών; Αν για παράδειγμα μια από τις τράπεζες χρειαζόταν 1 δις σε κεφάλαια γιατί θα έπρεπε υποχρεωτικά να τα πάρει από το κράτος (δηλαδή τους φορολογούμενους) αν μπορούσε να τα βρει αλλού με καλύτερους όρους;
Το αναπάντητο ερώτημα τροφοδοτεί την καχυποψία μου που επιτείνεται από τις απερίγραπτες, αλλά ηθελημένες, ασάφειες του νομοσχεδίου. Για παράδειγμα αντί διαδικασίας και μεθόδου καθορισμού της τιμής που θα καταβάλει το Δημόσιο για κάθε προνομιούχο μετοχή προβλέπεται απόφαση του Υπουργού Οικονομίας. Ο Υπουργός Οικονομίας αποφασίζει επίσης σε ποια τιμή μπορούν οι τράπεζες να πάρουν πίσω τις μετοχές που εξέδωσαν όταν ‘περάσει η μπόρα’. «Γιάννης πίνει και Γιάννης κερνάει.»
Το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα μετατροπής των προνομιούχων μετοχών σε κοινές. Πάλι όμως επικρατεί ασάφεια. Διεστραμμένα μυαλά θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, οι ασάφειες του νομοσχεδίου θα επέτρεπαν στο κράτος να αποκτήσει με μικρή σχετικώς δαπάνη τον έλεγχο των τραπεζών.
Όπως παλαιότερα την Εμπορική και την Ιονική.
Αναγνωρίζω ότι στην Ελλάδα αναπτερώθηκε προσφάτως το ηθικό όσων ονειρεύονται την αναβίωση παλαιο-σοσιαλιστικών αντιλήψεων. «Τα θαλάσσωσαν οι τραπεζίτες και τώρα επιτέλους το κράτος πρέπει να αναλάβει τις τράπεζες», λένε.
Σκεφτείτε το. Σε ποιον όμως έχετε περισσότερη εμπιστοσύνη να προστατέψει τις καταθέσεις σας, στον Υπουργό Οικονομίας της ΝΔ/ΠΑΣΟΚ ή στον Αράπογλου (παλαιότερα Καρατζά)/Κωστόπουλο; Σε ό,τι με αφορά εμπιστεύομαι εκατό φορές περισσότερο τους τραπεζίτες.
Σκεφτείτε και κάτι άλλο: Όλοι, κράτος, Κεντρική Τράπεζα και τράπεζες έχουν κουραστεί να επαναλαμβάνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν τα θεμελιακά προβλήματα που αντιμετωπίζουν άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Με άλλα λόγια οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν μεν πρόβλημα ρευστότητας, διότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα περνάει κρίση εμπιστοσύνης, αλλά δεν έπαψαν να είναι φερέγγυες. Μα αν είναι έτσι, τα 5 δις κεφαλαιακής ενίσχυσης δεν είναι απαραίτητα.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο προϋπολογισμός έχει τελείως εκτροχιαστεί. Εξ ου και τα αλλοπρόσαλλα και αντιφατικά φορολογικά μέτρα (η αφαίμαξη ρευστότητας τη στιγμή που θα έπρεπε να ενισχύεται). Μήπως λοιπόν τα μέτρα σωτηρίας των τραπεζών είναι στην πραγματικότητα το συγκεκαλυμμένο εργαλείο για τη σωτηρία του προϋπολογισμού; Μήπως η υποχρεωτική αύξηση κεφαλαίου –που μάλλον δεν χρειάζεται- γίνεται για να μπει από το παράθυρο στις τράπεζες το κράτος;
Ο εκπρόσωπος του κράτους στο Διοικητικό Συμβούλιο της τράπεζας θα έχει, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, «ελεύθερη πρόσβαση στα βιβλία και στοιχεία της Τράπεζας». Θα έχει επίσης «δικαίωμα αρνησικυρίας στη λήψη οποιασδήποτε απόφασης σχετικής με την διανομή κερδών». Τίνος τα συμφέροντα θα υπηρετεί ο εκπρόσωπος του κράτους-μετόχου στο Διοικητικό Συμβούλιο; Όλων των μετόχων όπως θα έπρεπε ή μόνο του Υπουργού Οικονομίας που τον διόρισε; Και μια και όλες οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να δεχθούν κρατικό εκπρόσωπο, σε ποιους κανόνες εχεμύθειας θα υπακούουν οι εκπρόσωποι αυτοί; Θα ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους;
Διάβαζα πριν από λίγες μέρες ότι η Αργεντινή κρατικοποιεί τα ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία με στόχο να ενισχύσει τα κρατικά ταμεία. Παλαιότερα το ελληνικό κράτος δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά των ταμείων για να καλύψει τις δαπάνες του. Νομίζετε ότι, στην απελπισία του, θα διστάσει να ‘αξιοποιήσει’ τις καταθέσεις;
Το συμπέρασμά μου είναι ότι το νομοσχέδιο για τις τράπεζες, όπως είναι διατυπωμένο, εκθέτει το τραπεζικό σύστημα σε αδικαιολόγητους και μεγάλους κινδύνους. Πρέπει να τύχει προσεκτικής αναδιατύπωσης και αποσαφήνισης από μια μικρή ομάδα έγκριτων νομικών έτσι ώστε κάθε φράση του, κάθε πρόβλεψη του, να είναι μονοσήμαντη. Είναι αδιανόητο ένα νομοσχέδιο που αφορά 28 δις να είναι γεμάτο από αμφίσημες διατυπώσεις. Είναι ατυχές ότι χάθηκε ήδη πολύτιμος χρόνος, αλλά το γεγονός αυτό δεν είναι επιτρεπτό να οδηγήσει σε βιαστικές και κυρίως επικίνδυνες ρυθμίσεις.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εστία” 27.10.2008