Το ελληνικό κράτος, τα τελευταία 40 χρόνια, έχει επιλέξει να επιλύει διεθνή προβλήματα με τη μέθοδο της αδράνειας. Με τη συμφωνία των Πρεσπών έσπασε ο κανόνας. Μετά 30 χρόνια αλυσιτελών μπρος-πίσω που κατοχύρωναν την αδράνεια και τη μη ανάληψη ευθυνών βρέθηκε μια λύση. Συμφωνήσαμε με αντισυμβαλλόμενο πολύ ασθενέστερο από εμάς που, για να μας ικανοποιήσει, αναγκάστηκε να δεχθεί να κάνει μεγάλους συμβιβασμούς. Είναι εντυπωσιακό ότι ο ελληνικός λαός, που με μεγάλη πλειοψηφία ήταν αντίθετος με τη συμφωνία (προτιμούσε τη διαιώνιση της εκκρεμότητας), δεν μπορούσε να δει την άλλη πλευρά. Μόνον εγωιστικά τη δική μας πλευρά. Αυτή δεν είναι βάση για οποιαδήποτε συμφωνία. Είτε κρατών, είτε επιχειρήσεων, είτε συνεταίρων.
Η κρίση στα Ιμια, πριν από 23 χρόνια, λειτούργησε ως ξυπνητήρι. Εγκαταλείψαμε την αδράνεια και μετά μία τριετία έντονης δραστηριότητας, τον Δεκέμβριο του 1999, καταλήξαμε στην εθνική επιτυχία της Συνόδου του Ελσίνκι. Αποφασίστηκε η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. χωρίς να θεωρείται απαραίτητη η προηγούμενη λύση του Κυπριακού και η Τουρκία δέχθηκε ότι για να γίνει μέλος της Ε.Ε. όφειλε να παραπέμψει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όσες διαφορές επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσα από διάλογο μαζί μας έως το 2004. Λίγο πριν από την καταληκτική ημερομηνία που είχε επιβάλει το Ελσίνκι, είχαμε εκλογές και αλλαγή κυβέρνησης που αμέσως επανέφερε την πολιτική της αδράνειας. «Πάγωσε» την κρίσιμη πρόβλεψη περί υποχρεωτικής παραπομπής των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Γιατί; Επειδή προϋπόθεση για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας είναι να προηγηθεί ο καθορισμός των χωρικών υδάτων. Επικαλούμαστε το Δίκαιο της Θάλασσας που μας δίνει δικαίωμα 12 ν.μ. και η Τουρκία απαντά ότι αν το ασκήσουμε θα είναι αιτία πολέμου. Αδράνεια λοιπόν. Αν δεχθούμε οτιδήποτε ενδιάμεσο, π.χ. 12 ν.μ. στις περισσότερες περιοχές, αλλά 6 ν.μ. σε μερικές, αυτό θα ερμηνευθεί ως εθνική υποχώρηση. Ούτε μπορούμε να δεχθούμε τη δικαιοδοσία της Χάγης, διότι ποιος ξέρει τι απόφαση θα βγάλει. Αδράνεια λοιπόν και αποφυγή ευθυνών.
«Ε και τι πάθαμε;» θα με ρωτήσετε. Είναι πάντα δύσκολο να εξηγήσεις τι θα είχες κερδίσει αν είχες κάνει αλλιώς. Για πρώτη φορά αντιμετώπισα το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας το 1981 ως υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας της κυβέρνησης Ράλλη. Εξαιτίας του Πρίνου. Ζητούσαν οι ανάδοχοι Καναδοί την άδεια να πραγματοποιήσουν γεωτρήσεις λίγο έξω από τα χωρικά ύδατα ανατολικά της Θάσου. Είχαν ήδη βρει πετρέλαιο δυτικά της Θάσου, στον Πρίνο και πιθανολογούσαν ότι θα βρουν περισσότερο ανατολικά. Η κυβέρνηση δεν τους επέτρεπε να κάνουν γεωτρήσεις φοβούμενη ότι θα διαταραχθούν οι συζητήσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Ως υπουργός τότε μου φάνηκε αστήρικτη η δικαιολογία, δεδομένου ότι η θέση της γεώτρησης ήταν έξω από κάθε τουρκικό ενδιαφέρον. Φρόντισα (με δυσκολίες) να αλλάξει η κυβερνητική στάση και να επιτραπεί η γεώτρηση ανατολικά της Θάσου. Ακολούθησε η κυβέρνηση Παπανδρέου που εκείνη την εποχή τηρούσε εχθρική στάση απέναντι στις ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα τις ενεργειακές. Ματαίωσε τις γεωτρήσεις, όχι μόνο εκεί αλλά και αλλού. Ανοιξε η όρεξη της Τουρκίας. Στο Νταβός ο Παπανδρέου, το 1988, δεσμεύθηκε ότι δεν θα γίνουν γεωτρήσεις σε οποιοδήποτε σημείο των διεθνών υδάτων του Αιγαίου. Ο Παπανδρέου στέρησε την Ελλάδα από τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί τον πλούτο που διαθέτει στο Αιγαίο. Αργότερα «καθάρισε» έναντι της Ιστορίας με ένα mea culpa.
Αδράνεια και ατελέσφορες συζητήσεις μέχρι το 1999. Χάρη στις ενέργειες της κυβέρνησης Σημίτη τέθηκε από την Ευρώπη προθεσμία στην Τουρκία να διαπραγματευθεί μαζί μας για την υφαλοκρηπίδα. Σε ό,τι δεν συμφωνήσουμε, τη λύση θα έδινε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η διάδοχος κυβέρνηση Καραμανλή επανέφερε το δόγμα της αδράνειας. «Δεν βιαζόμαστε!». Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ολιγόλογη δήλωσή του για τη συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία ο πρώην πρωθυπουργός επεσήμανε ότι: «Αλλοι είναι εκείνοι που επείγονται για τη διευθέτηση του θέματος. Οπωσδήποτε όμως όχι η Ελλάδα». Στην πραγματικότητα, όπως το βλέπω εγώ, είναι και μια πολιτική αποφυγής ευθυνών. Διότι για να υπάρξει συμφωνία για τα χωρικά ύδατα θα πρέπει να δεχθούμε ότι σε ορισμένα σημεία του Αιγαίου δεν θα μπορέσουμε να ασκήσουμε το δικαίωμά μας των 12 ν.μ. και θα περιοριστούμε σε μικρότερο εύρος. Απέναντί μας δεν είναι μόνο η Τουρκία, αλλά και η Ουκρανία, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και άλλοι που χρησιμοποιούν το Αιγαίο.
Μήπως έχουμε συμφέρον να περιμένουμε καλύτερες συνθήκες; Σαφώς όχι. Η Τουρκία είναι ισχυρότερη από εμάς. Από κάθε άποψη. Στρατιωτικά, οικονομικά. Από το 2004 που επανήλθαμε στη λογική της αδράνειας, η δύναμη της Τουρκίας συγκριτικά με τη δική μας αυξήθηκε εντυπωσιακά. Υποχρέωσή μας και εθνικό καθήκον είναι να σταματήσουμε να αεροβατούμε και να ανασυγκροτήσουμε την οικονομία μας και την κοινωνία μας ώστε να καταστήσουμε υπολογίσιμες τις ανά την υφήλιο δυνάμεις μας. Τις επόμενες μέρες θα επισκεφθεί ο πρωθυπουργός την Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν. Οι δύο μεγάλες εκκρεμότητες είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/χωρικών υδάτων και η απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο σε συνδυασμό με την απεμπόληση των κάθε είδους τουρκικών δικαιωμάτων παρέμβασης στην Κύπρο.
Η συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία πέρασε χωρίς τη συγκατάθεση της αντιπολίτευσης και χωρίς τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Εγώ που την υποστήριξα, έγινα δέκτης βίαιων διαμαρτυριών. Θέλω να προτείνω στον κ. Τσίπρα, πριν πάει στην Κωνσταντινούπολη, να θέσει υπόψη του κ. Μητσοτάκη όλα όσα έχει κατά νου να συζητήσει και να ακούσει τη γνώμη του. Οχι για να μοιράσει την ευθύνη, αλλά για να αυξήσει τη δύναμή του στη διαπραγμάτευση. Απέναντι στα προβλήματα με την Τουρκία δεν δικαιολογείται πια αδράνεια. Πιθανολογείται ότι ο κ. Μητσοτάκης θα διαδεχθεί τον κ. Τσίπρα στην πρωθυπουργία. Καθήκον του κ. Τσίπρα απέναντι στην Ελλάδα, είναι να μπορέσει ο διάδοχός του να συνεχίσει χωρίς διακοπές εκεί όπου σταμάτησε αυτός. Αυτό ενισχύει τη δύναμη της Ελλάδας.
Δημοσιεύτηκε στη Καθημερινή 30.01.2019